Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Θεϊκός & Ἀνθρώπινος νόμος (Μιά προσέγγιση στήν «Ἀντιγόνη» τοῦ Σοφοκλέους) * Τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Χί­ου, Ψα­ρῶν καί Οἰ­νουσ­σῶν κ. Μάρ­κου. «οὐ­δέ σθέ­νειν το­σοῦ­τον ᾠόμην τά σά κη­ρύγ­μα­θ’ ὥστ’ ἄ­γρα­πτα κἀ­σφα­λῆ θε­ῶν νό­μι­μα δύ­να­σθαι θνη­τόν ὄνθ’ ὑ­περ­δρα­μεῖν» (Σοφ. «Ἀν­τι­γό­νη» 453 – 455)

Θεϊκός & Ἀνθρώπινος νόμος

(Μιά προσέγγιση στήν «Ἀντιγόνη»
τοῦ Σοφοκλέους)
*
Τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Χί­ου, Ψα­ρῶν καί Οἰ­νουσ­σῶν κ. Μάρ­κου.
«οὐ­δέ σθέ­νειν το­σοῦ­τον ᾠόμην τά σά
κη­ρύγ­μα­θ’ ὥστ’ ἄ­γρα­πτα κἀ­σφα­λῆ θε­ῶν
νό­μι­μα δύ­να­σθαι θνη­τόν ὄνθ’ ὑ­περ­δρα­μεῖν»
(Σοφ. «Ἀν­τι­γό­νη» 453 – 455)
    Ἔ­χει ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ἀ­πό πολ­λούς φι­λο­λό­γους ὅ­τι τό ἀ­νω­τέ­ρω χω­ρί­ο ἀ­πο­τε­λεῖ τήν κεν­τρι­κή ἰ­δέ­α τῆς «Ἀν­τι­γό­νης» τοῦ Σο­φο­κλέ­ους, μιᾶς τρα­γω­δί­ας πού ἡ πα­ρά­δο­ση θε­ω­ρεῖ αἰ­τί­α τῆς ἐ­κλο­γῆς τοῦ ποι­η­τοῦ ὡς στρα­τη­γοῦ.
     Ἀ­σφα­λῶς ἡ τρα­γω­δί­α δέν ἐγ­κω­μιά­ζει τά κα­τορ­θώ­μα­τα τῶν Ἀ­θη­ναί­ων οὔ­τε ἐ­ξυ­μνεῖ κά­ποι­α ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­θνι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α της ὀ­φεί­λε­ται στήν πρό­κλη­ση κα­θο­λι­κοῦ καί δι­α­χρο­νι­κοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τή σύγ­κρου­ση θεί­ου καί ἀν­θρώ­πι­νου νό­μου.
     Ἡ ἡ­ρωίδα κα­λεῖ­ται νά ἐ­πι­λέ­ξει τήν ὑ­πα­κο­ή τοῦ Κρέ­ον­τα (ἀν­θρώ­πι­νος νό­μος) ἤ στήν ἄ­γρα­φη συ­νή­θεια (θεῖ­ος νό­μος). Ἡ σύγ­κρου­ση ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α.
     Οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι, οἱ ἀρ­χαῖ­οι γε­νι­κῶς, εἶ­χαν μιάν ἰ­δι­αί­τε­ρη εὐ­αι­σθη­σί­α ἀ­πέ­ναν­τι στούς νό­μους. Οἱ πο­λι­τι­κές τους ἐ­λευ­θε­ρί­ες ἦ­ταν στε­νά συν­δε­δε­μέ­νες μ’­αὐ­τούς καί εὔ­λο­γα ὑ­πε­ρη­φα­νευ­ό­ταν γιά τήν ὕ­παρ­ξή τους.
    Ὅ,τι ξε­χώ­ρι­ζε τήν Ἑλ­λά­δα ἀ­π’ τίς βαρ­βα­ρι­κές χῶ­ρες ἦ­ταν ἡ ἀ­πό­κτη­ση νό­μων:
 «πρῶ­τον μέν Ἑλ­λά­δ’­ἀν­τί βαρ­βά­ρου χθο­νός
γαῖαν κα­τοι­κεῖς καί δί­κην ἐ­πί­στα­σαι
νό­μοις τε χρῆ­σθαι μή πρός ἰ­σχύ­ος χά­ριν»
    Οἱ Βάκ­χες τοῦ Εὐ­ρι­πί­δου (881 – 882) λέ­νε ὅ­τι οὔ­τε στή σκέ­ψη οὔ­τε στήν πρά­ξη πρέ­πει νά κα­τα­πα­τοῦ­με τούς νό­μους καί ὁ Τυν­δά­ρε­ως λέ­ει κά­τι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά Ἑλ­λη­νι­κό:
«καί τῶν νό­μων γε μή πρό­τε­ρον εἶ­ναι θέ­λειν»
(Εὐ­ριπ. «Ὀ­ρέ­στης» 487)
    Ὅ­μως πρό αὐ­τοῦ τοῦ νο­μο­τα­γοῦς πλη­θυ­σμοῦ ἡ Ἀν­τι­γό­νη ὑ­ψώ­νει τή φω­νή της καί κερ­δί­ζει τό θαυ­μα­σμό. Ἡ ἡ­ρω­ί­δα ΔΕΝ ΠΑΡΑΒΑΙΝΕΙ  τόν ἀν­θρώ­πι­νο νό­μο, ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΕΤΑΙ τό θεῖ­ο. Μιά βα­θιά θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα ἐ­νυ­πάρ­χει στούς λό­γους της, θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα πού ἀ­νά­γει τή σκέ­ψη σέ χῶ­ρο με­τα­φυ­σι­κό. Ἐ­δῶ τί­θε­ται ἕ­να θέ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ ποι­η­τοῦ: ἡ σχέ­ση τοῦ θεί­ου, τοῦ φυ­σι­κοῦ καί ἄ­γρα­φου δι­καί­ου πρός τό ἀν­θρώ­πι­νο καί γρα­πτό δί­και­ο. Στό θέ­μα αὐ­τό, πού ἦ­ταν ἐ­πί­και­ρο μέ τή ἐμ­φά­νι­ση καί τά κη­ρύγ­μα­τα τῶν σο­φι­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὑ­περ­τι­μοῦ­σαν τούς γρα­πτούς νό­μους, ἡ σο­φό­κλεια ἡ­ρω­ί­δα γί­νε­ται συ­νή­γο­ρος τῶν ἄ­γρα­φων νό­μων, για­τί τό κύ­ρος τους εἶ­ναι αἰ­ώ­νιο, «ἀ­σφα­λές», ἀ­πα­ρα­σά­λευ­το.
    Ἡ Ἀν­τι­γό­νη συ­ναι­σθά­νε­ται τή βα­ρύ­τη­τα αὐ­τῆς τῆς πί­στε­ώς της, για­τί ὑ­ψώ­νε­ται σέ κό­σμο θε­ϊ­κό καί ἀ­γω­νί­ζε­ται γιά ὑ­ψη­λές καί αἰ­ώ­νι­ες ἠ­θι­κές ἀρ­χές, πού δί­νουν πε­ρι­ε­χό­με­νο στή ζω­ή. Ἡ ὕ­παρ­ξη τῶν θε­ϊ­κῶν «νο­μί­μων» εἶ­ναι γιά τήν ἡ­ρω­ίδα πί­στη βα­θιάֹ καί εἶ­ναι αὐ­τή ἕ­τοι­μη νά ὁ­μο­λο­γή­σει τήν πί­στη της ἀ­κό­μη καί μέ τό θά­να­τό της.
    Ὅ­ταν ἀ­νυ­ψώ­νε­ται κα­νείς σέ σφαί­ρα με­τα­φυ­σι­κή, ἔ­χει ὡς στή­ριγ­μά του τήν πί­στη κι’ ὄ­χι τήν ἀ­πο­δει­κτι­κή γνώ­ση. Ἡ ὕ­παρ­ξη τῶν θεί­ων καί ἀ­γρά­φων νό­μων μέ­σα στόν ἄ­πει­ρο χρό­νο τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος στη­ρί­ζε­ται μό­νο στήν πί­στη. Αὐ­τό ἔ­χει ἰ­σχύ ἀν­τι­κει­με­νι­κή για­τί παίρ­νει τό χα­ρα­κτῆ­ρα πα­ναν­θρώ­πι­νης πα­ρα­δο­χῆς.
    Ἑ­πο­μέ­νως ἡ Ἀν­τι­γό­νη δέν ἐκ­προ­σω­πεῖ τήν ἄρ­νη­ση τοῦ νό­μου, ἀλ­λά τή δι­ά­κρι­ση τοῦ ἀν­θρω­πί­νου καί θεί­ου νό­μου. Θέ­τει πά­νω ἀ­πό τόν ἀν­θρώ­πι­νο τό θεῖ­ο νό­μο, ὅ­ταν ὁ ἀν­θρώ­πι­νος ἔρ­χε­ται σέ σύγ­κρου­ση μέ τό θεῖ­ο καί στη­ρί­ζε­ται στήν αὐ­θαιρε­σί­α. Ὁ νο­μο­θέ­της δέν πρέ­πει νά πα­ρα­νο­μεῖ θε­σπί­ζον­τας νό­μους σέ βά­ρος ἄλ­λων νό­μων πού ἡ ἰ­σχύς τους εἶ­ναι δι­α­χρο­νι­κή. Μό­νο νό­μοι σύμ­φω­νοι μέ τίς αἰ­ώ­νι­ες καί ἠ­θι­κές ἀρ­χές μπο­ροῦν νά στε­ρε­ώ­σουν καί νά συμ­βάλ­λουν στήν πρό­ο­δο τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ συ­νό­λου.
    Ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος γρά­φει «τρέ­φον­ται πάν­τες οἱ ἀν­θρώ­πι­νοι νό­μοι ὑ­πό ἑ­νός, τοῦ θεί­ου», ἐ­νῶ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης στή «Ρη­το­ρι­κή» (Ι 1375 α 31-35) δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι τό νό­η­μα αὐ­τῶν τῶν στί­χων τοῦ Σο­φο­κλέ­ους εἶ­ναι ἡ προ­τί­μη­ση τοῦ θεί­ου ἔ­ναν­τι τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νό­μου: «τό μέν ἐ­πι­ει­κές ἀ­εί μέ­νει καί οὐ­δέ­πο­τε με­τα­βάλ­λει, οὐ­δ’ ὁ κοι­νός (κα­τά φύ­σιν γάρ ἐ­στίν), οἱ δέ γε­γραμ­μέ­νοι πολ­λά­κις, ὅ­θεν εἴ­ρη­ται τά ἐν τῇ Σο­φο­κλέ­ους Ἀν­τι­γό­νῃֹ ἀ­πο­λο­γεῖ­ται γάρ ὅ­τι ἔ­θα­ψε πα­ρά τόν τοῦ Κρέ­ον­τος νό­μον, ἀλ­λ’ οὐ πα­ρά τόν ἄ­γρα­φον».
    Τήν ἠ­θι­κή ἀν­τί­στα­ση λοι­πόν πού ἐ­ξε­γεί­ρε­ται πρό τῆς αὐ­θαι­ρε­σί­ας ἐν­σαρ­κώ­νει ἡ Ἀν­τι­γό­νη. Μέ οἰ­στρη­λα­τη­μέ­νη ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα καί ἀ­δι­άλ­λα­κτη ἀ­γέ­ρω­χία ὀρ­θώ­νει τό ἀ­νά­στη­μά της. Εἶ­ναι ἡ ἡ­ρω­ι­κή ψυ­χή, ἡ ἀ­νώ­τε­ρη καί εὐ­γε­νι­κή φύ­ση, ἡ προ­ση­λω­μέ­νη στά ὑ­ψη­λά ἰ­δα­νι­κά τῆς εὐ­σε­βεί­ας, τῆς δι­και­ο­σύ­νης, τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τῆς ἀ­ρε­τῆς. Εἶ­ναι ἡ ὑ­πε­ρή­φα­νη καί θα­ρρα­λέ­α ἐ­κεί­νη ὕ­παρ­ξη πού δέν ἀ­νέ­χε­ται νά κα­τα­πα­τοῦν­ται θε­σμοί καί νό­μοι αἰ­ω­νί­ου κύ­ρους, ἀ­κα­τά­λυ­τες ἠ­θι­κές ἀ­ξί­ες, κα­θα­γι­α­σμέ­να ἰ­δα­νι­κά. Ἡ ὕ­παρ­ξη τέ­τοι­ων εὐ­γε­νι­κῶν καί γεν­ναί­ων συ­νει­δή­σε­ων ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­δι­ά­σει­στη ἐγ­γύ­η­ση γιά τήν πε­ρι­φρού­ρη­ση τῆς τι­μῆς καί τῆς ἀ­ξι­ο­πρε­πεί­ας τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους.
    Αὐ­τοί γνω­ρί­ζουν ὅ­τι ὁ δρό­μος εἶ­ναι τρα­χύς καί δύ­σβα­τος, ὁ ἀ­γώ­νας ἀ­δυ­σώ­πη­τος καί στό ἔ­πα­κρο τρα­γι­κή ἡ ἐγ­κα­τά­λει­ψη καί ἡ μο­να­ξιά. Πα­ρα­μέ­νουν ὅ­μως ἀ­τα­λάν­τευ­τα προ­ση­λω­μέ­νοι στό ἰ­δα­νι­κό τους καί  ὁ­δεύ­ουν πρός τό μαρ­τύ­ριο μέ τή συ­νεί­δη­ση γα­λή­νια ὅ­τι ἔ­χουν ἐ­πι­τε­λέ­σει τό χρέ­ος πού ὑ­πα­γο­ρεύ­ουν οἱ θεῖ­οι νό­μοι.
    Αὐ­τό εἶ­ναι τό «ἦ­θος» τῆς τρα­γω­δί­ας. Πολ­λοί , ἀ­κο­λου­θών­τας τόν Hegel προ­σπά­θη­σαν νά κα­τα­λο­γί­σουν καί στήν ἴ­δια τήν ἡ­ρω­ίδα κά­τι σάν τρα­γι­κή ἐ­νο­χή. Τό ὡ­ραῖ­ο βι­βλί­ο τοῦ V. Ehrenberg θά μπο­ροῦ­σε προ­πάν­των, κα­τά τόν A. Lesky, νά θε­ω­ρη­θεῖ κα­τάλ­λη­λο νά βάλ­ει μιά γιά πάν­τα τέ­λος σ’­αὐ­τή τή λα­θε­μέ­νη ἑρ­μη­νεί­α. Γιά ποι­ό πρᾶγ­μα πο­λε­μᾶ ἡ Ἀν­τι­γό­νη, τό λέ­ει στή με­γά­λη συ­ζή­τη­ση μέ τόν Κρέ­ον­τα ἀρ­κε­τά κα­θα­ρά: αὐ­τή ὑ­πο­στη­ρί­ζει τούς αἰ­ώ­νιους καί ἀ­νάλ­λα­γους νό­μους τοῦ Θε­οῦ, πού δέν μπο­ρεῖ νά τούς ἀ­χρη­στεύ­σει καμ­μιά ἀν­θρώ­πι­νη δι­α­τα­γή. Ὁ­δη­γεῖ­ται σ’­αὐ­τή τή θέ­ση μέ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα ἀ­πό τήν γνώ­ση τοῦ Ὑ­περκει­μέ­νου Ἀ­πο­λύ­του καί σέ ἀν­τί­θε­ση μ’ ὅ­σους πε­ρι­φρο­νών­τας τήν αἰ­ώ­νια τά­ξη σπρώ­χνουν καί τόν ἑ­αυ­τό τους καί τή κοι­νω­νί­α στήν ἐκ­μη­δέ­νι­ση.
    Ἡ στά­ση τῆς ἡ­ρω­ΐ­δας ἦ­ταν ἕ­να πρό­τυ­πο γιά τούς Ἀ­θη­ναί­ους τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Σο­φο­κλέ­ους ἀλ­λά καί ἕ­να μή­νυ­μα στόν ἄν­θρω­πο τοῦ αἰ­ῶ­νος μας. Ἕ­νας προ­άγ­γε­λος τῆς ρή­σε­ως:
«πει­θαρ­χεῖν δεῖ τῷ Θε­ῷ μᾶλ­λον ἤ ἀν­θρώ­ποις»
*   *   *
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου