Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Ἡ μυστικὴ δύναμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν [30 Ιανουαρίου] Προβάλλονται καὶ φέτος ἀπὸ τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, στὸν κοινό τους ἑορτασμό, οἱ μοναδικὲς μορ­­φὲς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἰωάν­νου τοῦ Χρυσοστόμου. Οἱ φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, οἱ κήρυκες τῆς μετανοίας, οἱ ὑπέρμαχοι τῆς Ἀληθείας, οἱ βράχοι τῆς πίστεως. Ἐξαίρετα πνεύματα, πολυδύναμες καὶ χαρισματικὲς προσωπικότητες, ποὺ συνεχίζουν νὰ λάμπουν ἀκόμη καὶ θὰ λάμπουν μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων.

Ἡ μυστικὴ δύναμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν [30 Ιανουαρίου]



Προβάλλονται καὶ φέτος ἀπὸ τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, στὸν κοινό τους ἑορτασμό, οἱ μοναδικὲς μορ­­φὲς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἰωάν­νου τοῦ Χρυσοστόμου. Οἱ φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, οἱ κήρυκες τῆς μετανοίας, οἱ ὑπέρμαχοι τῆς Ἀληθείας, οἱ βράχοι τῆς πίστεως. Ἐξαίρετα πνεύματα, πολυδύναμες καὶ χαρισματικὲς προσωπικότητες, ποὺ συνεχίζουν νὰ λάμπουν ἀκόμη καὶ θὰ λάμπουν μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων.

Τοὺς τιμοῦμε, τοὺς θαυμάζουμε, συν­άμα καὶ ἀποροῦμε:

Πῶς κατάφεραν τόσα πολλά; Πῶς ἔ­φθασαν τόσο ψηλά; Πῶς διέπρεψαν σʼ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, στὴ φιλανθρωπία, στὴν ἱεραποστολή, στὸ κήρυγμα, στὴ συγγραφή; Ποιὸ ἦταν τὸ μυστικό τους; Ποῦ ὀφείλεται ἡ ἐπιτυχία τους;

Μήπως στὴν εὐγενικὴ καταγωγή τους, στὶς γνώσεις τους, στὶς ἱκανότητές τους ἢ στὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης τους;

Ἕνα βλέμμα προσεκτικὸ στὴν ἁγία βιοτή τους θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ καταλάβουμε πὼς μία ἦταν ἡ μυστική τους δύναμη. Ἀπὸ ’κεῖ ἀντλοῦσαν ἔμπνευση, φωτισμό, χάρη. Κι αὐτὴ ἦταν ἡ προσευχή! Ἡ ὥρα τῆς ἑνώσεώς τους μὲ τὸν Θεὸ στὶς κατανυκτικὲς μυστικὲς ἱκεσίες τους. Τὸ βεβαιώνουν οἱ ἴδιοι λέ­γοντας: «Οὐ­δὲν γλυκύτερον προσευχῆς» (Ἰωάννης Χρυσόστομος)· «προσευχῆς και­­ρὸς ἔ­στω ἅ­πας ὁ βίος» (Μέγας Βασίλειος)· «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον» (Γρηγόριος Θεολόγος).

Καὶ οἱ τρεῖς τους γεννήθηκαν καὶ ἀνατράφηκαν μέσα σὲ οἰκογενειακὰ περιβάλλοντα ποὺ γνώριζαν τὴν προσευχή. Καθοδηγούμενοι κυρίως ἀπὸ τὶς μητέρες τους, ποὺ ἦταν ἄνθρωποι πολλῆς προσ­ευχῆς. Πλησίαζε ὁ θάνατος γιὰ τὴν ἁγία Νόννα, καὶ ἐκείνη τὸν περίμενε προσευχόμενη. Γιὰ νὰ γράψει ὁ γιός της Γρηγόριος: «Λίγη πνοὴ τῆς εἶχε ἀπομείνει, καὶ αὐτὴ τὴν ἔδινε στὸ Θεό, στὴν προσευχή».

Στὴν προσευχὴ στήριξαν τὶς ἀποφάσεις τους γιὰ τὸ μέλλον τῆς ζωῆς τους. Γι’ αὐτό, πρὶν ξεκινήσουν νὰ ἐργασθοῦν μέσα στὴν κοινωνία, διάλεξαν τὴν ἔρημο τῆς Συρίας, τοῦ Πόντου. Σκοπός τους ἕνας: νὰ μάθουν τὴν προσευχή, νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεό, νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἐμπειρία τῆς ἑνώσεως μαζί Του καὶ ἔτσι νὰ προχωρήσουν στὴ ζωή τους.

Ἀφήνουν τὴν ἔρημο γιὰ νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους σὲ μιὰ δύσκολη ἐποχή. Στάθηκαν δίπλα στὸν ἀνθρώπινο πόνο, ὑπερασπίστηκαν τοὺς ἀδικημένους, προστάτευσαν τοὺς πτωχούς. Σύμμαχός τους κανένας ἐπίγειος βασιλιάς, μόνο ὁ ἐπουράνιος Βασιλέας καὶ Πατέρας. Κατέφευγαν σʼ Αὐτὸν πάντοτε, καὶ μάλιστα στὶς πιὸ δύσκολες ὧρες τῶν διωγμῶν, τῶν συκοφαντιῶν καὶ τῆς ἐξορίας.

Ταυτόχρονα μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ μᾶς προσέφεραν τὴ θεολογία τους. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ κατασπάραζε τὴν Ἐκκλησία πα­ρα­σύρον­τας καὶ πολλοὺς ἐπισκόπους, ἐ­κεῖνοι στάθηκαν βράχοι στὰ μανιασμένα κύματα τῶν αἱρέσεων, προσευχόμενοι. Μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνέλυαν βαθύτατα τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀπαύγασμα τῶν προσευχῶν τους εἶ­ναι καὶ τὰ ἱερὰ κείμενα τῶν θείων Λειτουργιῶν, ποὺ καὶ οἱ τρεῖς ἀξιώθηκαν νὰ συγγράψουν. Μέσα ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς Λει­τουργίας καταλαβαίνουμε τὸ μυστικό τους βάθος καὶ τὸν πλοῦτο τῆς διαρκῶς προσ­ευχόμενης ψυχῆς τους. Ζοῦ­σαν τὴ θεία Λειτουργία, ἐνεπνέοντο ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἐνέπνεαν ὅσους τοὺς ἔζησαν ὡς λειτουργοὺς τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου.

Αὐτοὶ ποὺ γεννήθηκαν, ἀνατράφηκαν, ἐργάσθηκαν, θεολόγησαν μὲ προσ­ευχὴ καὶ συνέγραψαν πλῆθος προσευχῶν, ἀ­ναχώρησαν ἀπὸ τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο μὲ λόγια προσευχῆς στὰ χείλη. Χαρακτηριστικὸ τὸ παράδει­γμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἐπισφραγίζει τὴν ἐπίγεια πορεία του μὲ τὰ δοξολογητικὰ λόγια: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Δυστυχῶς στὴν ἐποχή μας ἡ ἑορτή τους συνεχῶς ὑποβαθμίζεται, καὶ ἐπιθυμία πολλῶν εἶναι νὰ καταρ­γηθεῖ, οἱ ἐκδηλώσεις πρὸς τιμήν τους εἶναι ἐλάχιστες κι αὐτὲς τυπικές, τὰ ὀνόματά τους δύσκολα ἀκούον­ται, καὶ τὰ πρόσωπά τους δὲν προβάλλονται πιὰ ὡς πρότυπα ζωῆς γιὰ μικροὺς καὶ μεγάλους.

Αὐτοὶ ὅμως παραμένουν μεγάλοι, δυ­νατοί, Ἅγιοι! Τὸ παράδειγμά τους πάν­τοτε θὰ ἐμπνέει, τὸ φῶς τους θὰ λάμπει, καὶ ἡ προσευχή τους θὰ μᾶς στηρίζει.

Ἂς γίνουν πρότυπα προσευχῆς γιὰ ὅ­­λους μας μὲ τὸ ἐξαίρετο παράδειγμά τους. Ν’ ἀγαπήσουμε τὴν προ­σευχὴ καὶ σʼ αὐτὴ νὰ καταφεύγουμε πάντοτε, καὶ αὐτὴ νὰ εἶναι καὶ ἡ δική μας δύναμη καὶ ζωή!



Πηγή: Ο Σωτήρ

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016 ICXCNIKA Ἀ­ριθ­μὸς 5 31 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016 Κυ­ρια­κή ΙΕ΄ Λου­κᾶ (Ζακ­χαί­ου) (Λουκ. ιθ´ 1-10) Ἡ ση­με­ρι­νὴ Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ συ­νάν­τη­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου μὲ τὸ Χρι­στό. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἦ­ταν ἀρ­χι­τε­λώ­νης. Οἱ τε­λῶ­νες ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ προ­πλή­ρω­ναν τοὺς φό­ρους στοὺς Ρω­μαί­ους κα­τα­κτη­τὲς καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἀ­νε­λάμ­βα­ναν νὰ τοὺς εἰ­σπρά­ξουν οἱ ἴ­διοι ἀ­πὸ τὸ λα­ό, ἐ­πι­βα­ρύ­νον­τας ὅ­μως τοὺς φο­ρο­λο­γού­με­νους μὲ ἐ­πι­πλέ­ον πο­σὰ ἀ­πο­σκο­πῶν­τας στὸν δι­κό τους πλου­τι­σμό. Γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τὸ οἱ τε­λῶ­νες θε­ω­ροῦν­ταν ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ ἁ­μαρ­τω­λοὶ καὶ ἦ­ταν ἀ­πο­κλει­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν κοι­νό­τη­τα τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 5
31 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
Κυ­ρια­κή ΙΕ΄ Λου­κᾶ (Ζακ­χαί­ου)
(Λουκ. ιθ´ 1-10)
Ἡ ση­με­ρι­νὴ Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ συ­νάν­τη­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου μὲ τὸ Χρι­στό. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἦ­ταν ἀρ­χι­τε­λώ­νης. Οἱ τε­λῶ­νες ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ προ­πλή­ρω­ναν τοὺς φό­ρους στοὺς Ρω­μαί­ους κα­τα­κτη­τὲς καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἀ­νε­λάμ­βα­ναν νὰ τοὺς εἰ­σπρά­ξουν οἱ ἴ­διοι ἀ­πὸ τὸ λα­ό, ἐ­πι­βα­ρύ­νον­τας ὅ­μως τοὺς φο­ρο­λο­γού­με­νους μὲ ἐ­πι­πλέ­ον πο­σὰ ἀ­πο­σκο­πῶν­τας στὸν δι­κό τους πλου­τι­σμό. Γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τὸ οἱ τε­λῶ­νες θε­ω­ροῦν­ταν ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ ἁ­μαρ­τω­λοὶ καὶ ἦ­ταν ἀ­πο­κλει­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν κοι­νό­τη­τα τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ.
Ὁ Ζακ­χαῖ­ος, ὡ­στό­σο, ἂν καὶ τε­λώ­νης, εἶ­χε μί­α ἀ­γα­θὴ ἐ­πι­θυ­μί­α: ἤ­θε­λε νὰ δεῖ τὸν Ἰ­η­σοῦ. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἦ­ταν κον­τός, τὸ πλῆ­θος ποὺ πε­ρι­έ­βα­λε τὸ Χρι­στὸ δὲν τοῦ ἐ­πέ­τρε­πε νὰ Τὸν ἀν­τι­κρύ­σει. Γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει λοι­πὸν νὰ Τὸν δεῖ σκαρ­φά­λω­σε σ’ ἕ­να δέν­τρο.
Ἡ πρά­ξη αὐ­τὴ τοῦ Ζακ­χαί­ου ἦ­ταν πρά­ξη τα­πει­νω­τι­κή. Πρῶ­τον, δι­ό­τι ἕ­νας πλού­σιος ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος τῆς ἐ­πο­χῆς σκαρ­φά­λω­νε σὰν μι­κρὸ παι­δὶ πά­νω σ’ ἕ­να δέν­τρο. Δεύ­τε­ρον, δι­ό­τι, ἀ­νε­βαί­νον­τας στὸ δέν­τρο, ἐ­ξέ­θε­τε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τοῦ μι­κροῦ του ἀ­να­στή­μα­τος, πρᾶγ­μα ποὺ θὰ τὸν ἐ­ξέ­θε­τε ἀ­κό­μα πιὸ πο­λὺ στὰ ἀρ­νη­τι­κὰ καὶ ἐν­δε­χο­μέ­νως εἰ­ρω­νι­κὰ σχό­λια τοῦ πλή­θους. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος ὅ­μως τα­πει­νώ­νε­ται ἑ­κου­σί­ως, ἐ­πει­δὴ θέ­λει νὰ δεῖ τὸν Χρι­στό. Θέ­λει νὰ δεῖ τὸν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πί­σης πρό­κει­ται σὲ λί­γο νὰ τα­πει­νω­θεῖ, ἀ­νε­βαί­νον­τας κι Ἐ­κεῖ­νος σ’ ἕ­να ξύ­λο, στὸ ξύ­λο τοῦ σταυ­ροῦ. Ἡ τα­πεί­νω­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου συγ­κρο­τεῖ ση­μεῖ­ο ἐ­πα­φῆς μὲ τὸ Χρι­στό, ποὺ βα­δί­ζει τὸ δρό­μο πρὸς τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, τὸ δρό­μο δη­λα­δὴ τῆς τα­πεί­νω­σης καὶ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.
Γι’ αὐ­τὸ λοι­πόν, ὅ­ταν ὁ Ζακ­χαῖ­ος βλέ­πει τὸ Χρι­στό, τὸν βλέ­πει κι Ἐ­κεῖ­νος καὶ τοῦ ζη­τεῖ νὰ κα­τε­βεῖ ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο, δι­ό­τι αὐ­τό τὸ βρά­δυ πρό­κει­ται νὰ μεί­νει στὸ σπί­τι του. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος κα­τε­βαί­νει καὶ Τὸν ὑ­πο­δέ­χε­ται μὲ χα­ρά, ἐ­νῷ τὸ πλῆ­θος, ἀ­νί­κα­νο νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸ μή­νυ­μα καὶ τὴν ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ, γογ­γύ­ζει καὶ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ, ὅ­πως τὸν χα­ρα­κτη­ρί­ζει, Ζακ­χαί­ου, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἴ­διου τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ἐ­πέ­λε­ξε νὰ κα­τα­λύ­σει στὸ σπί­τι του.
Ἀν­τί­θε­τα ὁ Ζακ­χαῖ­ος, ἀλ­λοι­ω­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἀ­πρό­σμε­νη ἀ­πο­δο­χὴ καὶ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, δη­λώ­νει ἑ­κου­σί­ως καὶ αὐ­το­βού­λως ὅ­τι θὰ δώ­σει τὴ μι­σή του πε­ρι­ου­σί­α στοὺς φτω­χοὺς καὶ ὅ­τι, ἐ­ὰν ἀ­δί­κη­σε κά­ποι­ον, θὰ τοῦ ἐ­πι­στρέ­ψει τὰ τε­τρα­πλά­σια. Ἔ­χον­τας τα­πει­νω­θεῖ καὶ δι­α­πι­στώ­σει πό­σο πο­λὺ ἀ­πο­δέ­χε­ται καὶ ἀ­γα­πᾶ τὸν ἄν­θρω­πο ὁ Χρι­στός, ἐμ­φα­νί­ζε­ται πρό­θυ­μος νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ἔμ­πρα­κτα στὴν ἀ­γά­πη Του, υἱ­ο­θε­τῶν­τας μί­α ἀν­τί­στοι­χη στά­ση ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους.
Με­τὰ τὴ γνω­στο­ποί­η­ση τῆς ἀ­πό­φα­σης τοῦ Ζακ­χαί­ου νὰ δι­α­νεί­μει τὴν πε­ρι­ου­σί­α του, ὁ Χρι­στὸς ὁ­μο­λο­γεῖ ὅ­τι ἡ σω­τη­ρί­α ἦρ­θε σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ σπί­τι. Δι­ό­τι καὶ ὁ Ζακ­χαῖ­ος εἶ­ναι παι­δὶ τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Εἶ­ναι, καὶ ἐ­κεῖ­νος, τὸ χα­μέ­νο πρό­βα­το ποὺ ἦλ­θε νὰ ζη­τή­σει καὶ νὰ σώ­σει ὁ κα­λὸς ποι­μέ­νας. Ὁ Υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ἦρ­θε νὰ ζη­τή­σει τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ Ζακ­χαί­ου ἤ­δη πρὶν ὁ ἴ­διος ὁ Ζακ­χαῖ­ος ζη­τή­σει νὰ δεῖ ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ Χρι­στός. Ἡ σω­τη­ρί­α αὐ­τὴ πε­ρι­λαμ­βά­νει τὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς σχέ­σης τοῦ Ζακ­χαί­ου τό­σο μὲ τὸν ἴ­διο τὸ Θε­ό, ὅ­σο καὶ μὲ τὴν κοι­νό­τη­τα τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α τὸν εἶ­χε ἀ­πο­κλεί­σει ἡ προ­γε­νέ­στε­ρη ἁ­μαρ­τω­λὴ ζω­ή του.
Ἡ ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πὴ μᾶς φα­νε­ρώ­νει, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, τὰ στά­δια μέ­σα ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α συ­χνὰ δι­έρ­χε­ται ἡ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ό. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς καὶ ἄ­δι­κος. Ὁ Χρι­στὸς ὅ­μως ἐ­πι­ζη­τεῖ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Πολ­λὲς φο­ρὲς ἡ σω­τη­ρί­α αὐ­τή, ἡ συ­νάν­τη­ση δη­λα­δὴ μὲ τὸ Χρι­στό, πα­ρεμ­πο­δί­ζε­ται ἀ­πὸ ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ἀ­κό­μα καὶ ἀ­πὸ πλή­θη ποὺ πε­ρι­στοι­χί­ζουν τὸ Χρι­στό, χω­ρὶς στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα νὰ κα­τα­νο­οῦν καὶ νὰ ἐν­στερ­νί­ζον­ται τὸ μή­νυ­μα καὶ τὴν ἀ­πο­στο­λή Του.
Γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς τὸ Χρι­στὸ θὰ πρέ­πει πρῶ­τα νὰ τὸ θέ­λει καὶ νὰ τὸ προ­σπα­θή­σει. Στὴ συ­νέ­χεια θὰ πρέ­πει νὰ τα­πει­νω­θεῖ, ὥ­στε νὰ ὁ­μοιά­σει ἐ­σω­τε­ρι­κὰ πρὸς ἐ­κεῖ­νον ποὺ τα­πει­νώ­θη­κε πά­νω στὸ Σταυ­ρὸ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση ἀ­νοί­γει ὁ δρό­μος τῆς συ­νάν­τη­σης μὲ τὸν Χρι­στό. Ἡ συ­νάν­τη­ση ὅ­μως αὐ­τὴ δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται σὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ βι­ώ­μα­τα καὶ εὐ­σε­βεῖς σκέ­ψεις. Ἐ­ὰν εἶ­ναι γνή­σια, με­του­σι­ώ­νε­ται σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νες πρά­ξεις. Ὁ­δη­γεῖ στὴν ἔμ­πρα­κτη ἀλ­λα­γὴ τῆς στά­σης τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του. Καὶ κα­τα­λή­γει ὄ­χι στὴν τυ­πι­κή, ἀλ­λὰ στὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ καὶ πλή­ρη ἔν­τα­ξή του στὸ λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ, στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὴν κοι­νό­τη­τα δη­λα­δὴ τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ ἀ­γα­πή­σουν τὸ Θε­ὸ καὶ τὸν ἄν­θρω­πο, καὶ ποὺ βι­ώ­νουν κα­θη­με­ρι­νὰ τὴ θυ­σί­α ἀλ­λὰ καὶ τὴ χα­ρὰ τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που στὴ ζω­ή τους. Γέ­νοι­το. ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Προσευχή κατά τη χαραυγή Tου Γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ Ω Κύριε αιώνιε και Δημιουργέ των πάντων, ο οποίος με την ανεξερεύνητη αγαθότητά σου με κάλεσες σ’ αυτή τη ζωή, ο οποίος μου έδωσες τη χάρη του βαπτίσματος και τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος με προίκισες με την επιθυμία να αναζητήσω εσέ τον μόνο αληθινό Θεό, εισάκουσε την προσευχή μου.

Προσευχή κατά τη χαραυγή


Tου Γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ

Ω Κύριε αιώνιε και Δημιουργέ των πάντων,
ο οποίος με την ανεξερεύνητη αγαθότητά σου
με κάλεσες σ’ αυτή τη ζωή,
ο οποίος μου έδωσες τη χάρη του βαπτίσματος
και τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος,
ο οποίος με προίκισες με την επιθυμία
να αναζητήσω εσέ
τον μόνο αληθινό Θεό,
εισάκουσε την προσευχή μου.

Δεν έχω ζωή, φως, χαρά ή σοφία
ούτε δύναμη χωρίς εσένα, ω Θεέ.
Εξαιτίας των αμαρτιών μου δεν τολμώ να υψώσω
τους οφθαλμούς μου σ’ εσένα.
Αλλά συ είπες στους μαθητές σου:
« Κάθε τι που θα ζητήσετε στην προσευχή σας με πίστη,
θα το λάβετε»
και «κάθε τι που θα ζητήσετε στο όνομά μου
θα γίνει».

Γι’ αυτό τολμώ να σε επικαλεστώ:
Καθάρισέ με από κάθε ρύπο σωματικό και
πνευματικό.
Δίδαξέ με να προσεύχομαι ορθά.
Ευλόγησε αυτή τη μέρα που χάρισες σ’ εμένα
τον ανάξιο δούλο σου.

Με τη δύναμη της ευλογίας σου κάνε με ικανό
συνέχεια να ομιλώ και να εργάζομαι για τη δόξα σου,
με καθαρό πνεύμα, ταπείνωση, υπομονή, αγάπη,
ευγένεια, ειρήνη, θάρρος και σοφία,
να αισθάνομαι πάντοτε την παρουσία σου.

Με την άπειρη αγαθότητα σου, ω Κύριε Θεέ
δείξε μου το δρόμο του θελήματός σου,
και δώσε ώστε να βαδίζω μπροστά σου
χωρίς αμαρτία.

Ω Κύριε, σ’ εσένα όλες οι καρδιές είναι ανοικτές.
Συ γνωρίζεις όλα όσα έχω ανάγκη.
Συ γνωρίζεις την τυφλότητα και την άγνοιά μου.
Συ γνωρίζεις την αστάθεια και την διαφθορά της
ψυχής μου.

Αλλ’ ούτε ο πόνος και η αγωνία μου είναι κρυμμένα
από σένα .
Δέξου ,σε παρακαλώ , την προσευχή μου
και με το Άγιο Πνεύμα σου δίδαξέ με τον δρόμο που
πρέπει να πορευθώ.

Και όταν η διεστραμμένη μου θέληση με οδηγήσει σ’
άλλους δρόμους,
μη μ’ αφήσεις να χαθώ, αλλά κάνε με να επιστρέψω
σ’ εσένα.
Δος μου, με τη δύναμη της αγάπης σου, να κρατηθώ
σταθερά στο αγαθό.

Φύλαξέ με από κάθε λόγο ή πράξη
που μπορεί να καταστρέψει την ψυχή,
από κάθε επιθυμία που μπορεί να σε δυσαρεστήσει
Και να βλάψει τον αδελφό μου.

Δίδαξέ με πως πρέπει και τι πρέπει να λέγω.
Αν είναι θέλημά σου να μην απαντώ,
δος μου πνεύμα ειρηνικής σιωπής,
που να μην προκαλεί λύπη ή πόνο στον αδελφό μου.
Στήριξέ με στο δρόμο των εντολών σου
και μέχρι την τελευταία μου πνοή
δώσε να μην απομακρυνθώ από το φως των εντολών
σου.

Οι εντολές σου ας γίνουν ο μόνος νόμος της ζωής
μου
στη γη και σ’ όλη την αιωνιότητα.
Ω Θεέ, σε παρακαλώ, ελέησέ με.
Λύτρωσέ με από τη θλίψη και την αθλιότητά μου
και μην κρύβεις από μένα το δρόμο της σωτηρίας.
Μέσα στη μωρία μου ,ω Θεέ, σου ζήτησα πράγματα
πολλά και μεγάλα.

Θυμάμαι πάντοτε την αδυναμία μου, την αγένεια και
την φαυλότητά μου και κράζω:
Ελέησέ με.
Μη με απομακρύνης από το Πρόσωπό σου εξαιτίας
της αλαζονείας μου.

Δώσε και αύξησε σε μένα τη δύναμη
να σε αγαπώ σύμφωνα με τις εντολές σου,
εγώ ο χειρότερος των ανθρώπων,
με όλη μου την καρδιά,
με όλη μου την ψυχή,
με όλη μου τη διάνοια,
με όλη μου τη δύναμη,
και με όλη μου την ύπαρξη.

Ναι, ω Θεέ, με το Άγιο πνεύμα σου,
δίδαξέ με δίκαια κρίση και γνώση.
Δος μου τη γνώση της δικής σου αλήθειας,
πριν έλθει το τέλος μου.

Διατήρησε τη ζωή μου στον κόσμο τούτο,
μέχρι να μπορέσω να σου προσφέρω άξια μετάνοια.
Μη με οδηγήσεις σε θάνατο στη μέση των ημερών
μου.

Ούτε ενόσω ο νους μου είναι τυφλωμένος .
Όταν όμως θέλεις να βάλεις τέρμα στη ζωή μου,
να μου το δείξεις από πρωτύτερα
για να προετοιμάσω την ψυχή μου
πριν παρουσιαστεί μπροστά σου.

Να είσαι μαζύ μου, ω θεέ, κατά την φοβερή αυτή ώρα
και να μου δωρίσεις τη χαρά της σωτηρίας ,
Καθάρισέ με από τις κρυφές αμαρτίες μου
και απ’ όλη την αχαριστία που έχω μέσα μου
Και δώρισέ μου καλή απολογία
μπροστά στο θρόνο της κρίσης σου.

Ναι, ω θεέ , με το μεγάλο σου έλεος
και την αμέτρητη αγάπη σου
για το ανθρώπινο γένος,
Άκουσε την προσευχή μου.  ΠΗΓΗ www.agiosdimitrioskouvaras.blogspot.com

Ο Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ο Χιοπολίτης 29 Ιανουαρίου 2016 Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 29 Ιανουαρίου 1802 Ο Άγιος καταγόταν από τη νήσο Χίο, από τη συνοικία Παλαιόκαστρο. Οι γονείς του ήσαν απλοί και ευσεβείς άνθρωποι.

Ο Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ο Χιοπολίτης

29 Ιανουαρίου 2016
Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 29 Ιανουαρίου 1802
Ο Άγιος καταγόταν από τη νήσο Χίο, από τη συνοικία Παλαιόκαστρο. Οι γονείς του ήσαν απλοί και ευσεβείς άνθρωποι.
Ο Άγιος με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ζαννή πήγε στην Κωνσταντινούπολη για αναζήτηση εργασίας, όπως έκαναν τότε πολλοί. Εργάζονταν λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη ως κλητήρες. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ο Ζαννής παντρεύτηκε.Ο Δημήτριος επίσης μετά από κάποια χρόνια αρραβωνιάστηκε μια νέα από το Σταυροδρόμι (συνοικία της Κωνσταντινούπολης) χωρίς όμως τη γνώμη του αδελφού του και των προϊσταμένων της εργασίας. Οργίστηκαν τότε ο αδελφός και οι προϊστάμενοι και τον έδιωξαν και από το σπίτι και από την εργασία.

Μη έχοντας πόρους θυμήθηκε πως του χρωστούσε χρήματα κάποιος σπουδαίος Τούρκος από τη δουλειά του. Πήγε λοιπόν να του ζητήσει τα χρήματα, μη ξέροντας πως του είχε στημένη παγίδα ο διάβολος.
Στο σπίτι που πήγε δεν ήταν ο ίδιος ο Τούρκος αλλά η κόρη του, η οποία μόλις είδε τον Δημήτριο κυριεύτηκε,ως άλλη Αιγυπτία, από σαρκικό έρωτα. Ο Δημήτριος τότε ήταν είκοσι δύο ετών και πολύ όμορφος. Έτσι χωρίς να υποψιαστεί τίποτα ο νέος σκέφτηκε εκείνη να πραγματοποιήσει τον σκοπό της. Τον δέχτηκε με πολλή χαρά, ανέβα, του λέει, και κάθησε μέχρι να έρθει ο πατέρας μου. Μετά από λίγο του έφερε ένα δίσκο με καφέ και καπνό κι ενώ τον κερνούσε του λέει, τώρα δεν γλυτώνεις από τα χέρια μου, ή πρέπει να γίνεις τούρκος ή να κοπεί η κεφαλή σου και να χάσεις τη ζωή σου. Όπως γράφει ο ίδιος ο Άγιος στο γράμμα προς τους γονείς του, τι να κάνω ο δυστυχής; για να μην πάω αξομολόγητος,ως αμαρτωλός που ήμουν, υποχώρησα και χωρίς να θέλω δέχτηκα την βρωμερή πίστη τους.
Αμέσως ο πόνος και η θλίψη άρχισαν να κατατρώγουν μέρα και νύχτα την καρδιά του. Δεν μπορούσε να φύγει όμως γιατί τον φύλαγαν με πολλή προσοχή μέχρι να συνηθίσει δήθεν την καινούργια ζωή.
Μετά από δυο μήνες ευδόκησε η θεία χάρις και βρήκε την ευκαιρία, τον καιρό του ραμαζανιού,που όλοι κοιμόντουσαν αναίσθητοι από το πολύ φαΐ, και κάνοντας τον σταυρό του έφυγε από εκείνο το σπίτι. Πήγε στο Σταυροδρόμι και κρύφτηκε στο σπίτι κάποιου φίλου του Χριστιανού. Έκλαιγε και ξέσχιζε τα μάγουλά του για το μεγάλο κακό που είχε πάθει. Έστειλε και κάλεσε τον πνευματικό του πατέρα και εξoμολογήθηκε με συντριβή καρδίας. Κατόπιν κάλεσε τον αδελφό του και συγχωρέθηκαν, χωρίς να του φανερώσει τον σκοπό που είχε βάλει για μαρτύριο. Έγραψε κι ένα γράμμα στους γονείς του, στο οποίο εξηγούσε λεπτομερώς την υπόθεση, ζητούσε συγχώρεση διότι τους λύπησε και τους ανακοίνωνε τον σκοπό που είχε να ομολογήσει φανερά τον Χριστό και να μαρτυρήσει. Τους έλεγε να μη λυπηθούν αλλά μάλιστα να χαρούν και να του δώσουν την ευχή τους για να εκπληρώσει τον πόθο της καρδιάς του. Άφησε δε το γράμμα ανοιχτό στα χέρια του πνευματικού για να συμπληρώσει εκείνος τα όσα θα ακολουθούσαν.
Ξεκίνησε τον πνευματικό του αγώνα με πολλή προσευχή, νηστεία, η καθημερινή τροφή του ήταν λίγο ψωμί και νερό, μετάνοιες, συνεχή αγρυπνία, σκληραγωγία και ανάγνωση πνευματικών βιβλίων. Αν και είχε θείες αποκαλύψεις για το μαρτύριό του, τις οποίες ανακοίνωνε στον πνευματικό, εκείνος, σαν έμπειρος που ήταν, αρχικά προσπάθησε να τον αποτρέψει, παρουσιάζοντάς του την ανθρώπινη αδυναμία αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ότι μπορούσε να σωθεί και χωρίς μαρτύριο, πηγαίνοντας να ζήσει κάπου αλλού με περισσότερη ασφάλεια. Όμως ο Άγιος επέμενε με δάκρυα και ο πνευματικός τον δοκίμασε με εντονότερο πνευματικό αγώνα, πράγμα το οποίο ο Άγιος δέχθηκε με πολλή χαρά. Τελικά αφού του διάβασε τις κανονισμένες για την περίσταση ευχές, τον μύρωσε με το Άγιο Μύρο,τον κοινώνησε και τον απέλυσε με την ευχή του.
Παρουσιάστηκε λοιπόν ο Άγιος στον καϊμακάμη λέγοντάς του :
Άρχοντά μου, γνωρίζετε ότι εγώ ήμουν Χριστιανός αλλά με πίεσαν και με ανάγκασαν να δεχθώ την μιαρή και καταφρονημένη θρησκεία σας. Όμως εγώ ήμουν και είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω. Γι’ αυτό ήρθα εδώ για να ομολογήσω μπροστά σου πως έκανα λάθος και να κηρύξω την αλήθεια της αγίας πίστεώς μου. Έκανα λοιπόν μεγάλο λάθος, το ομολογώ. Μία είναι η πίστη, των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών.
Λέγοντας δε αυτά πέταξε κάτω το κάλυμμα της κεφαλής του και στάθηκε σιωπηλός. Ο καϊμακάμης διέταξε να του φέρουν το πεταμένο κάλυμμα της κεφαλής του και άρχισε να του μιλά με πολύ ήρεμο και απαλό τρόπο. Βλέποντας ότι ο Άγιος δεν έδινε καμιά σημασία στα λόγια του, διέταξε να τον ρίξουν στη φυλακή και να τον δέσουν με αλυσίδες στα πόδια και στο λαιμό και συγχρόνως στο τιμωρητικό ξύλο.
Ο Άγιος χαιρόταν γιατί αξιωνόταν να πάσχει για χάρη του Χριστού.
Την άλλη μέρα τον οδήγησαν πάλι στον καϊμακάμη, που προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να τον κάνει να επιστρέψει στο ισλάμ. Επειδή όμως ο Άγιος δεν έδινε καμία προσοχή σε όλα αυτά αλλά έμενε σταθερός στην πίστη του Χριστού, διέταξε με απειλές να τον κλείσουν πάλι στη φυλακή. Συνέβη τότε να πεθάνει αιφνιδίως ο καϊμακάμης.Ο καινούργιος που ανέλαβε συνέχισε τις προσπάθειες πότε με απειλές, πότε με κολακείες, χωρίς να καταφέρει τίποτε. Τον έστειλε και στον δικαστή μα κι εκείνος, παρά τις απειλές, τις φοβέρες,τα ταξίματα, δεν μπόρεσε να κάνει κάτι, έτσι τον έστειλε πάλι πίσω. Συνέχισαν τα βασανιστήρια με πολλή σκληρότητα. Του έδωσαν πάνω από επτακόσιους ραβδισμούς, τον ξάπλωσαν κάτω και του έβαλαν στα πόδια το τιμωρητικό ξύλο, έριχναν κάτω από το σώμα του νερό το οποίο πάγωνε,γιατί ήταν χειμώνας και έκανε φοβερό κρύο, προξενώντας του φρικτή οδύνη. Μέχρι και τούβλα αναμμένα του έβαλαν στο πρόσωπο. Υπέμενε όμως ο γενναίος του Χριστού αθλητής με πολλή καρτερία αλλά και αγαλλίαση, δοξάζοντας τον Θεό που τον αξίωνε να πάσχει για χάρη Του.
Ενώ βρισκόταν στη φυλακή και βασανιζόταν για ημέρες, η ασελγής εκείνη κοπέλα που από την αρχή ζήτησε το κακό του, πήγε στη φυλακή και προσπάθησε με χίλιους δυο αισχρούς τρόπους να τον προκαλέσει. Η χάρη του Θεού τον φύλαξε και δεν ενέδωσε στον δεινό πειρασμό.
Οι συμπατριώτες του εν τω μεταξύ στην Κωνσταντινούπολη που έμαθαν τα γεγονότα συγκέντρωσαν χρήματα για να τον απελευθερώσου ως τρελλό, πράγμα που δέχτηκαν οι Τούρκοι, το απέρριψε όμως ο Άγιος του Θεού μάρτυς, μηνώντας τους να προσεύχονται να τελειώσει άξια τον δρόμο του.
Μετά από εννέα ημέρες φυλάκιση και βασανιστήρια εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, αποκεφαλισμός.
Τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης, όπου γονάτισε μόνος του και λέγοντας «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου » δέχτηκε τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο.
Τι έγινε τότε δεν περιγράφεται. Όλοι οι παρόντες Χριστιανοί όρμησαν να πάρουν από το αίμα του μάρτυρα ή κάτι από τα ρούχα του, μολονότι οι Τούρκοι προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν ραβδίζοντάς τους.
Μετά από τρεις ημέρες δόθηκε εντολή να μη δοθεί στους Χριστιανούς το τίμιο λείψανο αλλά να ριχτεί στη θάλασσα. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα ώστε με τη συγκατάθεση και την παρουσία του δημίου να μεταφερθεί στην νήσο Πρώτη και να ενταφιασθεί μέσα στον ναό του μοναστηριού.
Καταπληκτικά θαύματα ακολούθησαν, όπως αναφέρεται στο συναξάρι του, που κατέγραψε ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
 http://www.pemptousia.gr

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ H Ἱερά Μητρόπολις Χίου, Ψαρῶν καὶ Οἰνουσσῶν εὐχαριστεῖ τοὺς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες: Κυθήρων κ. Σεραφείμ, Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο, καὶ Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Γεώργιο, γιὰ τὴν φιλόχριστη πρωτοβουλία τους νὰ προσφέρουν εἴδη ἱματισμοῦ καὶ κλινοσκεπάσματα πρὸς ἐνίσχυση τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, προκειμένου νὰ καλύψει πιεστικές ἀνάγκες ἐμπεριστάτων καὶ δοκιμαζομένων προσφύγων ἀδελφῶν μας.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

   GRAFEITUPOU
   H  Ἱερά Μητρόπολις Χίου, Ψαρῶν καὶ Οἰνουσσῶν εὐχαριστεῖ τοὺς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες: Κυθήρων κ. Σεραφείμ, Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο, καὶ Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Γεώργιο, γιὰ τὴν φιλόχριστη πρωτοβουλία τους νὰ προσφέρουν εἴδη ἱματισμοῦ καὶ κλινοσκεπάσματα πρὸς ἐνίσχυση τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, προκειμένου νὰ καλύψει πιεστικές ἀνάγκες ἐμπεριστάτων καὶ δοκιμαζομένων προσφύγων ἀδελφῶν μας.
   Στὴν παροῦσα κατάσταση τῆς κρίσεως, τῆς ἀνάγκης, τῆς ἐλλείψεως βασικῶν ἀγαθῶν, ἀπαραιτήτων γιὰ τὴν στοιχειωδῶς ἀξιοπρεπῆ διαβίωση πολλῶν προσφύγων συνανθρώπων μας, καθίσταται πολύ σημαντική καὶ πολύτιμη αὐτή ἡ προσφορά βοηθείας καὶ ἐνισχύσεως πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς συνανθρώπους μας. Ἡ συμπαράσταση αὐτή τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων ἀνάβει φῶς ἐλπίδας σὲ κάθε ἀνθρώπινη καρδιὰ καὶ δίνει πρὸς ὅλους ἀξιομίμητο ὑπόδειγμα αὐθεντικῆς καὶ γνήσιας κατὰ Χριστὸν ἀγάπης, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὴν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα μεταξύ τῶν κατά τόπους Ἱερῶν Μητροπόλεων καὶ τὴν συνείδηση ὅτι εἴμεθα μέλη τοῦ ἰδίου Σώματος, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, μὲ κεφαλή τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.Προσευχόμεθα ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός νὰ χαρίζει πλούσια τὴ Χάρη καὶ τὴν εὐλογία Του σὲ ὅλους τοὺς φιλανθρώπους ἀδελφούς μας καὶ νὰ βοηθήσει τὴν ταλαιπωρουμένη Πατρίδα μας, ὥστε πολύ σύντομα νὰ ἐξέλθει ἀπό τὴν παροῦσα δεινή κρίση.
 
Ϯ Ο  ΧΙΟΥ,  ΨΑΡΩΝ  &  ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ  ΜΑΡΚΟΣ
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ 

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Θεέ μου, συγχώρεσέ με για τις ανέσεις μου! Κοιτάζοντας γύρω μου στον πνευματικό τομέα θαυμάζω αυτούς που είναι πλούσιοι στην αρετή και προσπαθώ έστω και στο ελάχιστο να τους ομοιάσω. Έχοντας επίγνωση της μηδαμινότητάς μου και του χλιαρού αγώνος που καταβάλλω αντιλαμβάνομαι ότι μεταξύ αυτών και εμού «χάσμα μέγα εστήρικται» (Λουκ. ιστ΄ 26). Κοιτάζοντας, όμως, πάλι γύρω μου στον υλικό τομέα, στον αγώνα της επιβιώσεως, δεν βλέπω αυτούς που είναι πλουσιώτεροι από εμένα, αλλά αυτούς που είναι φτωχότεροι.

Θεέ μου, συγχώρεσέ με για τις ανέσεις μου!


Κοιτάζοντας γύρω μου στον πνευματικό τομέα θαυμάζω αυτούς που είναι πλούσιοι στην αρετή και προσπαθώ έστω και στο ελάχιστο να τους ομοιάσω. Έχοντας επίγνωση της μηδαμινότητάς μου και του χλιαρού αγώνος που καταβάλλω αντιλαμβάνομαι ότι μεταξύ αυτών και εμού «χάσμα μέγα εστήρικται» (Λουκ. ιστ΄ 26). Κοιτάζοντας, όμως, πάλι γύρω μου στον υλικό τομέα, στον αγώνα της επιβιώσεως, δεν βλέπω αυτούς που είναι πλουσιώτεροι από εμένα, αλλά αυτούς που είναι φτωχότεροι. Δεν με ενδιαφέρουν οι πλούσιοι, ούτε ο τρόπος που απέκτησαν τα πλούτη τους. Και αυτοί, όπως και εγώ, θα λογοδοτήσουμε μια μέρα στον Δίκαιο Κριτή. Βλέπω, όμως, τους φτωχότερους, κι έτσι νοιώθω την μεγάλη μάζα που κινείται γύρω μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω. Μπροστά τους νοιώθω πλούσιος, γιατί επιτρέπει ο Θεός μας να μην στερούμαι των αναγκαίων, να έχω καλύτερη υγεία από πολλούς από αυτούς, να έχω στέγη και θέρμανση. Πρωτίστως, όμως, να έχω νοικιάσει το διαμέρισμα της καρδιάς μου στον φτωχό Ιησού, που έγινε φτωχός, για να κάμει εμάς πλούσιους. Η αγάπη του Του και η προνοιά Του με κάνει να νοιώθω πάμπλουτος.
Στα πρόσωπα των φτωχών συνανθρώπων μου που με περιβάλλουν, βλέπω το πρόσωπο του Χριστού μας που μας είπε: «Ει εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40), καθώς και τα λόγια των πατέρων: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου». Ο Χριστός μας «πτωχείαν ηγάπησε», άρα και εγώ τους φτωχούς οφείλω να σκέπτομαι κάθε ώρα και στιγμή της ζωής μου, αν θέλω να λέγομαι πραγματικός χριστιανός και να μην ακούσω τον Χριστό μου να μου επαναλαμβάνει τα λόγια που είπε στον Ιούδα: «Ει πλούτον ηγάπας τι τω περί πτωχείας διδάσκοντι εφοίτας»;
Έτσι, κάθε φορά που πηγαίνω στην αγορά για ψώνια αισθάνομαι να με κυριεύει μια ανεξήγητη θλίψη. Βλέπω γύρω μου τους άλλους να αγοράζουν αυτά που νομίζουν απαραίτητα, κι ας είναι περιττά, και συλλογιέμαι. Αν αγαπούσαμε πραγματικά τους άλλους δεν θα φροντίζαμε τόσο πολύ μόνο τον εαυτό μας. Όταν αγοράζω όσα έχω καταγράψει που λείπουν από το νοικοκυριό μας σφίγγεται η καρδιά μου γνωρίζοντας ότι αυτά πολλοί θα τα επιθυμούσαν, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να τα αποκτήσουν. Θλίβομαι τότε βαθύτατα και πολλές φορές, το ομολογώ, ότι ντρέπομαι να έχω στο καλάθι μου πράγματα που μπορεί να σκανδαλίζουν τους άλλους, κι ας είναι απέριττα και απολύτως αναγκαία. Νοιώθω φοβερά ευεργετημένος από τον Θεό μας που μου δίνει αυτήν την ευχέρεια! Πόσοι άλλοι θα ήθελαν και δεν μπορούν; Πόσοι ανήμποροι, άνεργοι, μεροκαματιάρηδες έχουν την δυνατότητα να ψωνίζουν έστω και τα λίγα που προσπαθώ κι εγώ να ψωνίσω; Καί αν πάμε και λίγο μακρύτερα πόσοι συνάνθρωποί μας πεθαίνουν από πείνα, από έλλειψη φαρμάκων, ιατρικής φροντίδας, στέγης; Με τις σκέψεις αυτές κάθε τι που βάζω στο καλάθι μου μου προκαλεί άλγος. Ποιός είμαι εγώ που έχω αυτή την δυνατότητα που πολλοί άλλοι την στερούνται; Πως μπορώ να λέγομαι χριστιανός και να μεριμνώ για αγορές αγαθών και αντικειμένων που πολλοί θα ζήλευαν; Πού είναι τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα μου, η αλληλεγγύη μου, η συμπόνοια μου, η έμπρακτη και ενεργή αγάπη μου;


Ω Θεέ μου, συγχώρεσέ με, έστω και αν αυτό που εγώ θεωρώ απληστία είναι ανάγκη απαραίτητη. Εσύ δεν μας είπες να αρκούμαστε στα ρούχα που φοράμε και στα σκεπάσματα που έχουμε λέγοντας «Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. 6,8); Εσύ δεν μας είπες να αρκούμαστε στο μισθό μας «αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών» (Λουκ. γ’ 14); Εσύ δεν μας είπες ότι η χαρά μας βρίσκεται στο δόσιμο και «μακάριόν εστι μάλλον διδόναι η λαμβάνειν» (Πραξ. κ΄ 35);


Να γιατί θλίβομαι κάθε φορά που βρίσκομαι στην αγορά. Νοιώθω μπροστά μου τον πτωχό μου Ιησού, Αυτόν που δεν είχε «που την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. η΄ 20) να τον περιπαίζω με την αγοραστική συμπεριφορά μου. Σκέφτομαι αυτό που λένε, ότι φτωχός δεν είναι αυτός που στερείται χρημάτων και υλικών αγαθών, αλλά αυτός που δεν αξιολογεί τις ανάγκες του, αυτός που έχει υπέρμετρες απαιτήσεις, αυτός που δεν αρκείται σ’ αυτά που έχει, αλλά επιζητεί κάθε ημέρα και περισσότερα, αυτός που δεν βλέπει πόσα αγαθά του έχει χαρίσει ο Θεός, αλλά πόσα του λείπουν, τις περισσότερες φορές όχι για ικανοποίηση άμεσων αναγκών, αλλά για να φαίνεται ανώτερος των άλλων. Φτωχός επίσης είναι αυτός που αφήνεται να παρασύρεται από τις διαφημίσεις που προβάλλουν άχρηστα τις περισσότερες φορές πράγματα με σκοπό να μας υφαρπάσσουν τις οικονομίες και ζητάει να αποκτήσει όσα αυτές του προβάλλουν για δήθεν ανετότερη ζωή!


Πώς μπορώ στη ζωή μου να μην νοιώθω θλίψη για τους νέους μας που τους στερούμε τη δυνατότητα εργασίας και τους κόβουμε τα φτερά, για να πετάξουν στον ουρανό της δημιουργίας και της προόδου; Αυτούς που τους δώσαμε την παιδεία και την γνώση με στερήσεις, έξοδα, κόπους και δικούς μας και δικούς τους, αλλά δεν του δίνουμε την ευκαιρία να την αξιοποιήσουν;


Πώς μπορώ να μην νοιώθω θλίψη όταν κάθομαι και απολαμβάνω την οποιαδήποτε ζέστη και θαλπωρή του σπιτιού μου, όταν οι άλλοι είναι άστεγοι και χειμάζονται από το κρύο και τον παγωμένο βοριά, αυτόν που και «τα αρνάκια παγώνει», όπως έλεγε και ο ποιητής μας Γιώργος Ζαλοκώστας;


Πώς μπορώ να απολαμβάνω το ζεστό μου τσάι όταν στα νοσοκομεία στοιβάζονται οι ασθενείς, στα γηροκομεία οι απόστρατοι της ζωής ζητούν ένα γέλιο, μια συντροφιά, στις φυλακές δεν έχουν κουβέρτα να τυλιχτούν η ένα βλέμμα κατανοήσεως και συγχωρήσεως από την άδικη γενικά κοινωνία μας;


Πώς μπορώ να προσεύχομαι με κατάνυξη όταν στην διπλανή μου πόρτα υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν, υπερήλικες που δεν έχουν κάποιον να τους κρατήσει συντροφιά, να τους προσφέρει λίγο χρόνο αγάπης, να τους φέρει λίγο φρέσκο ψωμί. Όταν υπάρχουν ασθενείς που δεν έχουν να αγοράσουν φάρμακα και αν έχουν κάποιες οικονομίες φυλαγμένες για αυτά δεν έχουν διάκονο αγάπης να πάει να τους τα αγοράσει;
Πως μπορώ να προετοιμάζομαι για τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων και να περιμένω την επίσκεψη του Χριστού στο σπιτικό μου όταν δεν έχω προετοιμασθεί κατάλληλα; Όταν η καρδιά μου δεν έχει γίνει φάτνη, για να τον καλοδεχθεί. Και δεν εννοώ μόνο την καθαριότητά της από τις αμαρτίες, αλλά και την συμπάθεια προς τους συνανθρώπους μου. Η αγάπη μου έχει ψυγεί και δεν νοιώθω το Νεογέννητο Χριστό να μου κτυπάει την πόρτα με μορφή πτωχών, ασθενών, ορφανών ακόμη και νεόπτωχων, δηλαδή αξιοπρεπών συνανθρώπων μας που η οικονομική κρίση τους έφερε σε κατάσαση εξαθλιώσεως και εσχάτης πενίας.

Μόνον όταν αναλογίζομαι ότι αύριο εγώ μπορεί να είμαι στη θέση των συνανθρώπων μου που σήμερα υποφέρουν και όταν σκέφτομαι, ότι η ζωή μου τελειώνει σύντομα και δεν έχω αποταμιεύσει ικανή αγάπη στον ουρανό, τότε μόνο καταβάλλω προσπάθειες θεάρεστες και ηρεμώ και χαίρομαι την χαρά της προσφοράς και της συμπόνοιας που όμοιά της δεν βρίσκεις πουθενά, παρά μόνο δίπλα στον πτωχό της Βηθλεέμ τον παντοτινά πλούσιο. Ο προβληματισμός μου παύει μόνο με τις εκδηλώσεις αγάπης, που δεν περιορίζονται σε χρόνο και τόπο, αλλά είναι διαρκείς, όσο ο Θεός επιτρέπει και εγώ να ζω και να αναπνέω.

Χαράλαμπος Μπούσιας, Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας


Πηγή: Αγία Βαρβάρα Πατρών

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Κύριε, ευλόγησε τους εχθρούς μου Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς Ευλόγησε τους εχθρούς μου, Κύριε! Ακόμη κι εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι. Οι εχθροί με έχουν οδηγήσει στην αγκάλη Σου περισσότερο απ' ό,τι οι φίλοι μου. Οι φίλοι μου με έχουν προσδέσει στη γη, ενώ οι εχθροί με έχουν λύσει από τη γη και έχουν συντρίψει όλες τις φιλοδοξίες μου στον κόσμο.

Κύριε, ευλόγησε τους εχθρούς μου


Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ευλόγησε τους εχθρούς μου, Κύριε! Ακόμη κι εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Οι εχθροί με έχουν οδηγήσει στην αγκάλη Σου περισσότερο απ' ό,τι οι φίλοι μου. Οι φίλοι μου με έχουν προσδέσει στη γη, ενώ οι εχθροί με έχουν λύσει από τη γη και έχουν συντρίψει όλες τις φιλοδοξίες μου στον κόσμο.
Οι εχθροί με έχουν αποξενώσει από τις εγκόσμιες πραγματικότητες και με έκαναν ξένο από τη ζωή του κόσμου. Όπως ακριβώς ένα κυνηγημένο ζώο βρίσκει πιο ασφαλές καταφύγιο από ένα άλλο που ζει στην ησυχία, έτσι κι εγώ. Καταδιωγμένος από τους εχθρούς, έχω ανακαλύψει το ασφαλέστερο καταφύγιο και προφυλάσσομαι κάτω από «τη σκιά των πτερύγων Σου», όπου ούτε φίλοι ούτε εχθροί μπορούν να  απολέσουν τη ψυχήν μου.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, Κύριε! Ακόμα και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Αυτοί μάλλον, παρά εγώ, έχουν ομολογήσει τις αμαρτίες μου ενώπιον του κόσμου. Αυτοί με μαστίγωναν κάθε φορά που εγώ δίσταζα να τιμωρήσω τον εαυτόν μου. Με βασάνιζαν, κάθε φορά που εγώ προσπαθούσα να αποφύγω τα βάσανα. Αυτοί με επέπλητταν, κάθε φορά που εγώ κολάκευα τον εαυτόν μου. Αυτοί με κτυπούσαν κάθε φορά που εγώ είχα παραφουσκώσει από την αλαζονεία.

Ευλόγησε τους εχθρούς μου, Κύριε. Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτόν μου σοφό, αυτοί με αποκάλεσαν ανόητο. Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτόν μου δυνατό, αυτοί με περιγέλασαν σαν να ήμουνα νάνος.

Κάθε φορά που θέλησα να καθοδηγήσω άλλους, οι εχθροί με έσπρωξαν στο περιθώριο. Κάθε φορά που έσπευδα να πλουτίσω, αυτοί με εμπόδισαν με σιδερένια χέρια. Κάθε φορά που είχα σκεφθεί ότι θα κοιμόμουν πιο ειρηνικά, αυτοί άγρια με ξύπνησαν. Κάθε φορά που προσπάθησα να κτίσω ένα σπίτι για να ζήσω εκεί χρόνια πολλά καώ ειρηνικά, αυτοί το κατεδάφισαν και με έβγαλαν έξω. Στ' αλήθεια, Κύριε, οι εχθροί μου με έχουν αποσυνδέσει από τον κόσμο και άπλωσαν τα χέρια μου στο κράσπεδο του ιματίου Σου.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, Κύριε! Ακόμη κι εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Ευλόγησέ τους και πλήθυνέ τους!
Πλήθυνέ τους και κάνε τους ακόμα πιο σκληρούς εναντίον μου! Ώστε η καταφυγή μου σε Σένα να μην έχει επιστροφή. Να διαλυθεί η κάθε ελπίδα μου στους ανθρώπους σαν ιστός αράχνης. Ν' αρχίσει απόλυτη γαλήνη να βασιλεύει στη ψυχή
μου. Να γίνει η καρδιά μου τάφος των δύο κακών διδύμων αδελφών μου: του θυμού και της αλαζονείας. Να μπορέσω να αποθηκεύσω όλους τους θησαυρούς μου «εν τοις ουρανοίς». Να μπορέσω για πάντα να ελευθερωθώ από την αυταπάτη, η οποία με περιέπλεξε στο θανατηφόρο δίκτυ της απατηλής ζωής.
Οι εχθροί με δίδαξαν να μάθω αυτό που δύσκολα μαθαίνει κανείς, ότι δηλαδή, ο άνθρωπος δεν έχει εχθρούς στον κόσμο, εκτός από τον εαυτό του! ...;
Είναι πράγματι δύσκολο για μένα να πω ποιος μου έκανε περισσότερο καλό και ποιος περισσότερο κακό: Οι εχθροί ή οι φίλοι μου;
Γι' αυτό, ευλόγησε Κύριε, και τους φίλους μου και τους εχθρούς μου ...;


Πηγή: Δάκρυα Μετανοίας

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος [25 Ιανουαρίου] 1) Ἀ­να­τρο­φή καί σπου­δές «Μέ­γας φω­στήρ», ἕ­νας ἀ­πό τούς «τρεῖς με­γί­στους φω­στή­ρας τῆς τρι­ση­λί­ου Θε­ό­τη­τος» εἶ­ναι ὁ θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ριος ὁ Να­ζι­αν­ζη­νός. Ἡ ἁ­γί­α του μορ­φή, οἱ γι­γάν­τιοι ἀ­γῶ­νες του ὑ­πέρ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας, ἡ γε­μά­τη δύ­να­μη καί σφρί­γος θε­ο­λο­γι­κή δι­δα­σκα­λί­α του ὡς φῶς οὐ­ρά­νιο κα­ταυ­γά­ζουν ὅ­λους τους Χρι­στι­α­νι­κούς αἰ­ῶ­νες καί δί­νουν τόν τύ­πο τοῦ ποιμένος, τοῦ μι­μη­τοῦ τοῦ Κα­λοῦ Ποι­μέ­νος, τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος [25 Ιανουαρίου]



1) Ἀ­να­τρο­φή καί σπου­δές
«Μέ­γας φω­στήρ», ἕ­νας ἀ­πό τούς «τρεῖς με­γί­στους φω­στή­ρας τῆς τρι­ση­λί­ου Θε­ό­τη­τος» εἶ­ναι ὁ θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ριος ὁ Να­ζι­αν­ζη­νός. Ἡ ἁ­γί­α του μορ­φή, οἱ γι­γάν­τιοι ἀ­γῶ­νες του ὑ­πέρ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας, ἡ γε­μά­τη δύ­να­μη καί σφρί­γος θε­ο­λο­γι­κή δι­δα­σκα­λί­α του ὡς φῶς οὐ­ρά­νιο κα­ταυ­γά­ζουν ὅ­λους τους Χρι­στι­α­νι­κούς αἰ­ῶ­νες καί δί­νουν τόν τύ­πο τοῦ ποιμένος, τοῦ μι­μη­τοῦ τοῦ Κα­λοῦ Ποι­μέ­νος, τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ.

Στή Να­ζια­νζό γεν­νή­θη­κε ὁ Γρη­γό­ριος τό 328 πε­ρί­που μ.Χ. καί εὐ­τύ­χη­σε νά κα­τά­γε­ται ἀ­πό μία ἐκλεκτή οἰ­κο­γέ­νεια καί βα­θύ­τα­τα εὐ­σε­βή. Πα­τέ­ρας του ἦ­ταν ὁ ἐ­πί­σκο­πος Ναζιανζοῦ Γρη­γό­ριος καί μη­τέ­ρα του ἡ ὀ­νο­μα­στή, ἡ με­γά­λη Νόν­να. Ὁ Γρη­γό­ριος λοι­πόν ὡς ἁ­πα­λό φυ­τό ἀ­να­πτύ­χθη­κε σέ ἅ­γιο ἔ­δα­φος εὐ­σε­βεί­ας καί εἶ­χε μί­α ἐ­πι­με­λη­μέ­νη καί ἰδα­νι­κή ἀ­να­τρο­φή.
Δι­α­κα­ής πό­θος τῶν ἐ­κλε­κτῶν γο­νέ­ων του ἦ­ταν νά ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ ὁ Γρη­γό­ριος ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στόν Θε­ό. Ἀ­πό τό­τε ἀ­κό­μη πού ἡ ἐ­νά­ρε­τη μη­τέ­ρα του τόν ἔ­κλει­νε στά σπλάγ­χνα της, εἶ­χε κά­νει τήν ἱ­ε­ρή εὐ­χή νά δεῖ τόν γιό της δι­ά­κο­νο τοῦ Θε­οῦ, ἐρ­γά­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Κι αὐ­τός ἀ­πό τή νε­α­ρή του ἡ­λι­κί­α, ὅ­ταν αἰ­σθάν­θη­κε τόν πό­θο τῶν γο­νέ­ων του, ἔ­δω­σε τή με­γά­λη ὑ­πό­σχε­ση. Εἶ­πε τό ναί μέ­σα ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς του. Ἤ­ξε­ρε ὅ­μως, ὅ­τι ἡ πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς ἱ­ε­ρῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ώς του ἀ­παι­τοῦ­σε σκλη­ρό ἀ­γώ­να, ἰ­σχυ­ρή καί ἰ­σό­βια πά­λη. Καί πράγ­μα­τι, ἡ πλά­νη τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας, οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς ζω­ῆς, ἦ­ταν ἰ­σχυ­ρές καί γλυ­κές οἱ σει­ρῆ­νες τοῦ κα­κοῦ οἱ ὁ­ποῖ­ες πα­ρέ­συ­ραν πλή­θη νέ­ων τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη καί τίς  ὁ­ποῖ­ες ἔ­πρε­πε ὁ Γρη­γό­ριος νά πε­ρι­φρο­νή­σει. Καί τίς πε­ρι­φρό­νη­σε ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή καί ἔ­θε­σε ὡς ὑ­ψη­λό σκο­πό τῆς νε­ό­τη­τός του τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ καί τήν ἁ­γνό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς, ἰ­δα­νι­κά πού τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κή του ἀ­γω­γή.

Στήν πα­τρί­δα του ἔ­μα­θε τά πρῶ­τα ἑλ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα, στά ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­δό­θη­κε μέ ἀ­συ­νή­θι­στο ζῆ­λο. Ἡ Και­σάρει­α τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας κα­τό­πιν κι ἔ­πει­τα ἡ Και­σά­ρεια τῆς Παλαιστίνης καί ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρεια εἶ­ναι τά κέν­τρα τῆς σο­φί­ας, τά ὁ­ποί­α τόν ἑλ­κύ­ουν. Γιά πολ­λά ἔ­τη σπου­δά­ζει κον­τά σέ ὀ­νο­μα­στούς δι­δα­σκά­λους φι­λο­σο­φί­α καί ρη­το­ρι­κή· παρακο­λου­θεῖ μα­θή­μα­τα με­γά­λων ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἀν­δρῶν καί με­λε­τᾶ μό­νος του θε­ο­λο­γι­κά συγ­γράμ­μα­τα. Ἄλ­λοι σύγ­χρο­νοί του νέ­οι ξο­δεύ­ουν χρό­νο, χρή­μα­τα καί δυ­νά­μεις σέ δι­α­σκε­δά­σεις ὁ­λο­νύ­κτι­ες. Αὐ­τός ἀ­φο­σι­ώ­νε­ται στίς σπου­δές του. Σάν μα­γνή­της τόν ἑλ­κύ­ει ἡ μόρ­φω­ση. Ὅ­λα, λέ­ει, τά ἄλ­λα, δη­λα­δή τόν πλοῦ­το, τήν εὐ­γε­νή κα­τα­γω­γή, τό ἔν­δο­ξο ὄ­νο­μα, τήν ἐ­ξου­σί­α, τά ἄ­φη­σα νά τά χα­ροῦν ἐ­κεῖ­νοι πού τά ἐ­πι­θυ­μοῦν. Ἐ­γώ κρα­τῶ μέ πο­λύ ζῆ­λο τή μόρ­φω­ση, γιά τήν ὁ­ποί­α δι­α­θέ­τω δυ­νά­μεις καί ὑ­πο­βάλ­λο­μαι σέ κου­ρα­στι­κά τα­ξί­δια, σέ στε­ρι­ές καί θά­λασ­σες. Δι­ό­τι ὁ Γρη­γό­ριος θε­ω­ρεῖ τή μόρ­φω­ση ὡς τό ὕ­ψι­στο ἀ­πό ὅ­λα τά ἀν­θρώ­πι­να ἀ­γα­θά. Πρω­τί­στως καί κυ­ρί­ως βε­βαί­ως τή θε­ο­λο­γι­κή, τήν ὁ­ποί­α καί ὀ­νο­μά­ζει εὐ­γε­νέ­στε­ρη, ἐ­φό­σον ὁ­δη­γεῖ στή σω­τη­ρί­α. Γι’ αὐ­τό καί με­λε­τᾶ τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, γιά νά τοῦ γί­νει στή ζω­ή του «λύ­χνος τοῖς πο­σί του καί φῶς ταῖς τρί­βοις του» (Ψαλμ. ρι­η΄ 105). Συγ­χρό­νως ὅ­μως καί τήν ἄλ­λη, τήν θύ­ρα­θεν παι­δεί­α, τήν ὁ­ποί­α θε­ω­ρεῖ «μέ­γι­στον ἐν βί­ῳ κλέ­ος» γιά τόν ἄν­θρω­πο.

Γιά τόν ἴ­διο σκο­πό καί με­τά ἀ­πό ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο τα­ξί­δι φθά­νει στό «κλει­νόν καί ἰ­ο­στε­φές ἄ­στυ», τήν Ἀ­θή­να, ὅ­που πα­ρα­μέ­νει πέν­τε χρό­νια, γιά νά συμ­πλη­ρώ­σει τίς  σπου­δές του. Ἐ­πι­δί­δε­ται στή ρη­το­ρι­κή, τήν ποί­η­ση, τή φι­λο­σο­φί­α, τήν δι­α­λε­κτι­κή, τή λο­γι­κή, τήν ἀ­στρο­νο­μί­α καί γε­ω­με­τρί­α καί τήν ἰ­α­τρι­κή. Ἐ­δῶ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἀ­κό­μη ἡ με­γά­λη συνάν­τη­ση μέ τόν Βα­σί­λει­ο πού γνώριζε ἤδη ἀ­πό τήν Και­σά­ρεια, γιά νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ ἡ ἁ­γί­α ἐ­κεί­νη καί δη­μι­ουρ­γι­κή φι­λί­α, πού θά μεί­νει αἰ­ώ­νιο σύμ­βο­λο χρι­στι­α­νι­κῆς φι­λί­ας. Θά τήν ὑ­μνή­σει ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ἴ­διος ὁ Γρη­γό­ριος στούς ποι­η­τι­κούς του στί­χους, γιά νά θαυ­μά­ζουν οἱ αἰ­ῶ­νες τήν ἐγ­κάρ­δια ἀ­γά­πη καί τήν ἀ­δελ­φι­κή συμ­πα­ρά­στα­ση. Εἶ­χαν μί­α ψυ­χή σέ δυ­ό σώ­μα­τα καί γνώ­ριζαν δυ­ό μό­νο δρό­μους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὁ­δη­γοῦ­σαν ἀ­πό τό σπί­τι τους στό Πανεπιστήμιο καί στόν χρι­στι­α­νι­κό να­ό. Καί ἦ­ταν τέ­τοι­α ἡ ἐ­πί­δο­ση τοῦ Γρη­γο­ρί­ου στίς σπου­δές καί τέ­τοι­α ἡ λάμ­ψη τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του, ὥ­στε, ὅ­ταν οἱ σπου­δές του τε­λεί­ω­σαν, κα­θη­γη­τές καί συμ­μα­θη­τές, εἰ­δω­λο­λά­τρες ὅ­λοι τους, τόν ἱ­κέ­τευ­αν νά πα­ρα­μεί­νει, γιά νά γί­νει δι­δά­σκα­λος τῆς με­γά­λης Σχο­λῆς. Κι ἐ­νῶ ὁ φί­λος του Βα­σί­λει­ος ἀ­να­χω­ρεῖ, αὐ­τός μέ­νει γιά ἕ­να ἀ­κό­μη ἔ­τος, γιά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν συ­σπου­δα­στῶν του.

Με­τά ἀ­πό δε­κα­ε­τή καί πλέ­ον ἀ­που­σί­α, πά­νο­πλος πνευ­μα­τι­κά, μέ μόρ­φω­ση τε­ρά­στια, μέ χα­ρα­κτή­ρα ἀ­δα­μάν­τι­νο, μέ ψυ­χή ἁ­γνή, φυ­λαγ­μέ­νη ἀ­πό τίς  πλε­κτά­νες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, πού τό­σο εὔ­κο­λα πα­ρα­σύ­ρουν τούς νέ­ους, ἐ­πι­στρέ­φει στήν ἰ­δι­αί­τε­ρή του πα­τρί­δα, κον­τά στούς προ­σφι­λεῖς του γο­νεῖς.

Κά­τι ὅ­μως λεί­πει ἀ­πό τόν εὐ­γε­νή νέ­ο. Κά­τι τό ση­μαν­τι­κό καί ἀ­πα­ραί­τη­το. Εἶ­ναι τό ἅ­γιο Βά­πτι­σμα, τό ὁ­ποῖ­ο οἱ Χρι­στια­νοί τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων λάμ­βα­ναν σέ ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α. Καί ἡ με­γά­λη στιγ­μή δέν ἀρ­γεῖ νά ἔλ­θει. Ὁ γέ­ρον­τας ἐπί­σκο­πος πα­τέ­ρας του μέ­σα σέ πλή­θη Χρι­στια­νῶν βα­πτί­ζει τόν ἐ­κλε­κτό γιό του Γρη­γό­ριο καί τόν ἐν­δύ­ει μέ τόν λευ­­κό χι­τώ­να τοῦ νε­ο­φώτι­στου. Ὁ Γρη­γό­ριος εἶ­ναι πλέ­ον Χρι­στια­νός. Γο­νεῖς, ἀ­δελ­φοί, ὅ­λοι, μέ ἔκ­δη­λη χα­ρά τοῦ δί­νουν τόν ἀ­σπα­σμό τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ. 

Ὁ Βα­σί­λει­ος, ὁ ἐγ­κάρ­διος φί­λος του, βρί­σκε­ται τήν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Πόν­του γιά πε­ρι­συλ­λο­γή. Ζη­τᾶ λοι­πόν ἐ­πίμονα κον­τά του τόν πο­λύ­τι­μο φίλο του Γρη­γό­ριο, γιά νά ἀλ­λη­λο­βο­η­θη­θοῦν πνευ­μα­τι­κῶς. «Μέ­γι­στον ὄ­φε­λος ἡ­μῖν, τοῦ γρά­φει, ἡ ἐ­ρη­μί­α πα­ρέ­χε­ται, κα­τευ­νά­ζου­σα ἡ­μῶν τά πά­θη... Τί οὖν μα­κα­ρι­ώ­τε­ρον τοῦ τήν ἀγ­γέ­λων χο­ρεί­αν ἐν γῇ μι­μεῖ­σθαι; Ἡ­συ­χί­α οὖν ἀρ­χή κα­θάρ­σε­ως τῇ ψυ­χῇ... Νοῦς μέν γάρ μή σκε­δαν­νό­με­νος ἐ­πί τά ἔ­ξω μη­δέ ὑ­πό τῶν αἰ­σθη­τη­ρί­ων ἐ­πί τόν κό­σμον δι­α­χε­ό­με­νος ἐ­πά­νει­σι μέν πρός ἑ­αυ­τόν, δι’ ἑ­αυ­τοῦ δέ πρός τήν τοῦ Θε­οῦ ἔν­νοι­αν ἀ­να­βαί­νει». Τέσ­σε­ρα ἔ­τη μέ­νουν στήν ἡ­συ­χί­α τῆς ἔ­ρη­μου. Δέν ἀ­πα­σχο­λοῦν­ται ἐ­κεῖ μέ τήν θύ­ρα­θεν σο­φί­α. Δέν συ­ζη­τοῦν γιά φι­λο­σό­φους καί φι­λο­σο­φι­κά συ­στή­μα­τα. Ὁ ἕ­νας κον­τά στόν ἄλ­λο μέ­σα στή θαυ­μα­στή φύ­ση ὑ­μνοῦν καί δο­ξά­ζουν τόν Θε­ό μέ ὕ­μνους καί ψαλ­μούς καί προ­σευ­χές. Καί συγχρόνως ἐγ­κύ­πτουν καί με­λε­τοῦν καί ἀ­να­λύ­ουν τά νο­ή­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, στήν ὁ­ποί­α ἀ­φο­σι­ώ­νον­ται πλή­ρως. Σύγ­χρο­να ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά συγ­γράμ­μα­τα τούς βο­η­θοῦν στήν κα­τα­νό­η­ση καί ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων.

Εἶναι ἡ με­γά­λη τους ἑ­τοι­μα­σί­α γιά τόν με­γά­λο σκο­πό. Ἔ­τσι εἶ­ναι! Ὁ­ποῖ­ος κα­λεῖ­ται ἀ­πό τόν Θε­ό, ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­θυ­μεῖ νά ἐ­πι­τε­λέ­σει με­γά­λα πράγ­μα­τα στή ζω­ή του, συγ­κεν­τρώ­νε­ται στόν ἑ­αυ­τό του. Θη­σαυ­ρί­ζει στήν ψυ­χή του, γιά νά προ­σφέ­ρει καί στούς ἄλ­λους. Εἶ­ναι ἄλ­λω­στε θε­ϊ­κός αὐ­τός ὁ λό­γος: «ἐκ γάρ τοῦ πε­ρισ­σεύ­μα­τος τῆς καρ­δί­ας τό στό­μα λα­λεῖ» (Ματθ. ιβ΄ 34).

2) Στά Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων.
Ἦ­ταν φυ­σι­κό τά τέσ­σε­ρα ἔ­τη τῆς ἁ­γί­ας πε­ρι­συλ­λο­γῆς στήν ἡ­συ­χί­α τῆς ἔ­ρη­μου μέ τήν συ­νε­χή με­λέ­τη καί ἐμ­βά­θυν­ση στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή καί τήν προ­σευ­χή στόν Θε­ό, νά ἀ­φή­σουν εὐ­ερ­γε­τι­κά τά ἴ­χνη τους στήν ψυ­χή τοῦ Γρη­γο­ρί­ου. Κα­τά­φορ­τος πνευ­μα­τι­κά, ὥ­ρι­μος, ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νος, ἐ­πι­στρέ­φει σέ ἡ­λι­κί­α 36 ἐ­τῶν στή Να­ζια­νζό. Ἀλ­λά μέ τήν ἐ­πι­στρο­φή του κλῆ­ρος καί λα­ός καί ὁ ἴδιος ὁ πα­τέ­ρας του ζη­τοῦν ἐ­πι­μό­νως νά πλη­σί­α­σει τό ἅ­γιο θυ­σι­α­στή­ριο. Νά δο­θεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στόν Θε­ό, ὅ­πως ἄλ­λω­στε ὑ­πο­σχέ­θη­κε μι­κρό παι­δά­κι ἀκό­μη στήν ἁ­γί­α μη­τέ­ρα του. Ἱ­στο­ρι­κή θά μεί­νει ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς πρώ­της χει­ρο­το­νί­ας του. Αὐ­τός τρέ­μον­τας καί κλαί­γον­τας, γο­να­τι­σμέ­νος μπρο­στά στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, καί ὁ ἐπίσκο­πος πα­τέ­ρας του γε­μά­τος δά­κρυ­α μέ ὑ­ψω­μέ­να τά βλέμ­μα­τα στόν οὐ­ρα­νό ἐ­πι­κα­λεῖ­ται πάνω του τήν χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Καί ἐ­νῶ τά πα­τρι­κά χεί­λη ψελ­λί­ζουν τίς εὐχές τῆς χει­ρο­το­νί­ας, τό πο­λυ­πλη­θές ἐκ­κλη­σί­α­σμα καί πρώ­τη ἡ ἁ­γί­α του μη­τέ­ρα Νόν­να εὔ­χε­ται μέ λυγ­μούς. «Ὡς τό πῦρ Πεν­τη­κο­στῆς κα­τῆλ­θε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον ἐ­π’ αὐ­τόν» καί μυ­ρι­ό­στο­μη ἀ­κού­σθη­κε οὐ­ρα­νο­μή­κης ἡ κραυ­γή «Ἄ­ξιος»!. Ἀρ­γό­τε­ρα κά­τω ἀ­πό τίς ἴ­δι­ες συν­θῆ­κες δέχεται τόν δεύ­τε­ρο βαθ­μό τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης καί γί­νε­ται Ἱ­ε­ρεύς.

Αὐ­τή ἡ προ­σα­γω­γή του στό ἅ­γιο θυ­σι­α­στή­ριο καί ἡ βα­θειά συ­ναί­σθη­ση τῆς εὐ­θύ­νης του τόν συγ­κλό­νι­σε βα­θύ­τα­τα. Φεύ­γει λοι­πόν καί πά­λι στήν ἀ­γα­πη­μέ­νη του ἔ­ρη­μο γιά αὐτοσυγ­κέν­τρω­ση, προ­σευ­χή καί με­λέ­τη. Ὅ­ταν ἐ­πα­νέρ­χε­ται στή Να­ζια­νζό ἐκ­φω­νεῖ τόν πε­ρί­φη­μο ἐ­κεῖ­νο ἀ­πο­λο­γη­τι­κό λό­γο «πε­ρί τῆς εἰς τόν Πόν­τον φυ­γῆς», μέ­σα στόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κά πε­ρι­γρά­φει τό ὕ­ψος τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης, τήν τι­μή, τήν εὐ­θύ­νη, τά προ­σόν­τα τοῦ ἄξι­ου κλη­ρι­κοῦ. Σ’ αὐ­τόν πε­ρι­έ­χον­ται καί οἱ μνη­μει­ώ­δεις ἐ­κεῖ­νες φρά­σεις: «Καθαρθῆ­ναι δεῖ πρώ­τον, εἴ­τα κα­θᾶ­ραι· σο­φι­σθῆ­ναι καί οὕ­τω σο­φί­σαι· γε­νέ­σθαι φῶς καί φω­τί­σαι· ἐγ­γί­σαι Θε­ῷ καί προ­σα­γα­γεῖν ἄλ­λους· ἁ­γι­α­σθῆ­ναι καί ἁ­γιᾶ­σαι· χει­ρα­γω­γῆ­σαι με­τά χει­ρῶν, συμ­βου­λεῦ­σαι με­τά συ­νέ­σε­ως».

Γιά ἀρ­κε­τά ἔ­τη μέ­νει ἱ­ε­ρεύς στή Να­ζια­νζό. Τό­τε φά­νη­κε σ’ ὅ­λη τή με­γα­λο­πρέ­πειά της ἡ αἴ­γλη τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τός του. Εἶ­δε τόν πό­νο τοῦ πά­σχον­τος φτω­χοῦ λα­οῦ καί ἔ­σκυ­ψε πά­νω του ὡς κα­λός Σα­μα­ρεί­της, γιά νά τόν θε­ρα­πεύ­σει. Ὁ πτω­χός, ὁ γυ­μνός, ὁ ξέ­νος εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, λέ­ει. «Χρι­στόν σκέ­πεις, τρέ­φεις τε, τόν πτω­χόν τρέ­φων». Δέν εἶ­ναι ἀρκετή ἡ θε­ω­ρί­α, χρει­ά­ζον­ται καί ἔρ­γα, «πρᾶ­ξις γάρ ἐ­στι τῆς θε­ω­ρί­ας ἐ­πί­βα­σις», δι­α­κη­ρύτ­τει.

Τήν ἐ­πο­χή ὅ­μως ἐ­κεί­νη (372 μ. Χ.) δέ­χε­ται καί νέ­α πί­ε­ση. Ὁ φί­λος του Βα­σί­λει­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε γί­νει στό με­τα­ξύ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Και­σα­ρεί­ας, καί ὁ πα­τέ­ρας του Γρη­γό­ριος ἐπιμένουν νά δε­χθεῖ τήν ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νη. Αὐ­τός δυ­σφο­ρεῖ γιά τήν πρό­τα­ση. Μέ ὅ­λη τή δύ­να­μή του ἀν­τι­τί­θε­ται στή θέ­λη­ση τοῦ φί­λου του καί τοῦ πα­τέρα του. Φο­βᾶ­ται τήν ἀρχιερω­σύ­νη. Θε­ω­ρεῖ ἀ­νά­ξιο τόν ἑ­αυ­τό του. Στό τέ­λος ἀ­ναγ­κά­ζε­ται χω­ρίς νά τό θέ­λει καί πά­λι νά χει­ρο­το­νη­θεῖ ἀ­πό τόν Βα­σί­λει­ο ἐ­πί­σκο­πος Σα­σί­μων, μιᾶς πτω­χῆς καί ἀ­κρι­τι­κῆς πε­ρι­ο­χῆς. «Οὐκ ἐ­πεί­σθην, λέ­ει, ἀλ­λ’ ἐ­βιά­σθην πεν­θῶν καί σκυ­θρω­πά­ζων πο­ρεύ­ο­μαι». Φι­λο­νει­κί­ες ὅ­μως τοῦ Ἐ­πι­σκό­που Τυά­νων Ἀν­θί­μου, τε­λεί­ως ἀ­συμ­βί­βα­στες μέ τόν ἥ­συ­χο χα­ρα­κτή­ρα του, τόν ἀ­ναγ­κά­ζουν νά μήν ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ στά Σά­σι­μα. Μέ­νει ἕ­να δι­ά­στη­μα στήν ἔ­ρη­μο καί κα­τό­πιν κον­τά στόν φί­λο του Βα­σί­λει­ο, ὡς βο­η­θός του στό ἔρ­γο τῆς Βασι­λειά­δος.

Ὁ πα­τέ­ρας του, ὁ ἐ­πί­σκο­πος Να­ζια­νζοῦ Γρη­γό­ριος, εἶ­ναι πλέ­ον ὑ­πέρ­γη­ρος. Γι’ αὐ­τό καί τόν κα­λεῖ ἐ­πει­γόν­τως νά τόν βο­η­θή­σει στή δι­α­ποί­μαν­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς του. Καί ἐ­κεῖ­νος σπεύ­δει, γιά νά τόν ἀ­να­κου­φί­σει. Θε­ο­μη­νί­α με­γά­λη, λι­μός φο­βε­ρός πλήτ­τει τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη τήν πε­ρι­ο­χή Να­ζια­νζοῦ. Κι αὐ­τός δι­α­κο­νεῖ, πα­ρη­γο­ρεῖ, το­νώ­νει. Το­νί­ζει τήν ἀ­νάγ­κη τῆς με­τα­νοί­ας, τῆς προ­σευ­χῆς, τῆς ἔμ­πρα­κτης ἀ­γά­πης. Ὁ λό­γος του με­τα­δί­δει φῶς καί θερ­μό­τη­τα. Συγ­κεν­τρώ­νει κον­τά του τούς πλού­σιους καί τούς φι­λο­τι­μεῖ νά βο­η­θή­σουν τούς πτω­χούς. Σπεύ­δει κον­τά του πλῆ­θος λα­οῦ, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως οἱ μορ­φω­μέ­νοι. Γρή­γο­ρα τό ὄ­νο­μά του, ἡ φή­μη του βγῆ­κε ἀ­πό τά ὅ­ρια τῆς πε­ρι­ο­χῆς καί ἁ­πλώ­θη­κε μα­κρι­ά. Ἀνα­το­λή καί Δύ­ση μι­λᾶ γιά τόν με­γά­λο Ἱ­ε­ράρ­χη τῆς μι­κρῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Σα­σί­μων, τόν Να­ζι­αν­ζη­νό Γρη­γό­ριο.

Ἀ­πό τή ζω­ή τοῦ με­γά­λου ἀν­δρός δέν λεί­πουν καί οἱ θλί­ψεις. Τό σῶ­μα του ἀ­σθε­νι­κό, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο ἀ­πό τήν συ­νε­χῆ ἐρ­γα­σί­α καί ἄ­σκη­ση, πο­νᾶ. Ὑ­πο­φέ­ρει ὁ Γρη­γό­ριος χω­ρίς πο­τέ νά κάμ­πτε­ται. Δί­πλα ὅ­μως ἀ­πό τήν ἀ­σθέ­νεια ἔρ­χε­ται καί ὁ θά­να­τος. Οἱ ἀ­δελ­φοί του, ὁ ἰα­τρός Και­σά­ριος καί ἡ Γορ­γο­νί­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι στά­θη­καν στό πλευ­ρό του ὡς πο­λύ­τι­μοι βο­η­θοί καί σύμ­βου­λοι, ὁ ἕ­νας κα­τό­πιν τοῦ ἄλ­λου ἄ­φη­σαν ἀ­πό και­ρό τώ­ρα τόν κό­σμο αὐ­τό καί ἔ­φυ­γαν γιά τόν οὐρανό. Ἀλ­λά καί ὁ ἑ­κα­τον­τα­ε­τής πα­τέ­ρας του, ἀ­φοῦ ποί­μα­νε θεο­φι­λῶς ἐ­πί 45 ἔ­τη τήν ἐ­πι­σκο­πή του, ἀ­να­παύ­θη­κε ἀ­πό τούς κό­πους του, γιά νά τι­μη­θεῖ στή Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Τούς θρη­νεῖ ὅ­λους αὐ­τούς καί τούς προ­πέμ­πει μέ τούς θαυ­μά­σιους ἐ­κεί­νους ἐ­πι­τά­φιους λό­γους του. Δέν ἀρ­γεῖ ὅ­μως νά τούς ἀ­κο­λου­θή­σει καί ἡ ἁ­γί­α μη­τέ­ρα του Νόν­να. Καί ὁ Γρη­γό­ριος πο­νε­μέ­νος στό σῶ­μα καί στήν ψυ­χή στρέφεται πρός τόν Κύ­ριο, τόν με­γά­λο ἰα­τρό καί πα­ρη­γο­ρη­τή. Ἀ­πο­σύ­ρε­ται στό ἡ­συ­χα­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Θέ­κλας, στήν Σε­λεύ­κεια τῆς Ἰ­σαυ­ρί­ας, γιά πε­ρι­συλ­λο­γή, με­λέ­τη καί συγγρα­φή. Ἐ­κεῖ πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται τό θά­να­το τοῦ φί­λου του Βα­σι­λεί­ου. Ἡ λύ­πη του κο­ρυ­φώ­νε­ται πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­ό­τι εἶ­ναι καί ἀ­σθε­νής καί δέν μπο­ρεῖ νά πα­ρα­στεῖ στήν ἐκφορά του. Τό­τε ἀ­κρι­βῶς γρά­φει πρός τόν Εὔ­δο­ξο: «Ἐ­ρω­τᾶς με πῶς τά ἡ­μέ­τε­ρα. Καί λί­αν πι­κρῶς. Βα­σί­λει­ον οὐκ ἔ­χω. Και­σά­ριον οὐκ ἔ­χω... Ὁ πα­τήρ μου καί ἡ μή­τηρ μου ἐγκα­τέ­λι­πόν με... Τά τοῦ σώ­μα­τος πο­νη­ρῶς ἔ­χει, τό γῆ­ρας ὑ­πέρ κε­φα­λῆς, φρον­τί­δων ἐ­πι­πλο­καί, τά τῶν φί­λων ἄ­πι­στα, τά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­ποί­μαν­τα... πλοῦς ἐν νυ­κτί, πυρ­σός οὐδα­μοῦ». Τόν ἑ­αυ­τό του πλέ­ον τόν ἀ­φή­νει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τός ἄς τόν κα­θο­δή­γη­σει στό μέλ­λον. «Δί­δω­μι τά ἐ­μαυ­τοῦ πάν­τα καί ἐ­μαυ­τόν τῷ Πνεύ­μα­τι».

Ἔ­τσι σκέ­πτον­ται οἱ με­γά­λοι. Ἀ­φή­νουν τόν ἑ­αυ­τό τους νά κα­τευ­θύ­νε­ται ἀ­πό τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­που αὐ­τό τούς ὁ­δη­γεῖ κά­θε φο­ρά, ἐρ­γά­ζον­ται μέ τα­πεί­νω­ση, καρ­πο­φο­ροῦν μέ ὑ­πο­μο­νή, γί­νον­ται θε­ά­ρε­στοι. Ἄ­ξια καί εὔ­χρη­στα ὄρ­γα­να στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ.

3. Στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη.
Ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἡ νέ­α πε­ρι­καλ­λής πρω­τεύ­ου­σα τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, δο­κι­μά­ζε­ται σκληρά. Πολ­λά ἔ­τη τώ­ρα εἶ­ναι πε­δί­ο φοβερῆς μά­χης τοῦ ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ ἐναντίον τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Οἱ αἱ­ρε­τι­κοί θρι­αμ­βεύ­ουν καί θρι­αμ­βο­λο­γοῦν. Ἡ ἀ­ξι­ο­δά­κρυ­τη αὐ­τή κα­τά­στα­ση πα­ρα­κι­νεῖ τούς Ὀρ­θο­δό­ξους πι­στούς πού ἀπέμειναν νά στρέ­ψουν ἱκετευ­τι­κά τά βλέμ­μα­τά τους στόν Γρη­γό­ριο. Στό πρό­σω­πό του βλέ­πουν τόν ἄ­ξιο μα­χη­τή. Τόν κα­λοῦν λοι­πόν νά ἔλ­θει στήν Κων­στάν­τι­νου­πο­λη νά ἀ­να­λά­βει τόν ἀ­γώ­να, νά ἀγωνι­σθεῖ γιά τήν δι­ά­λυ­ση τῆς πλά­νης. Δέν πτο­εῖ­ται ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πό τίς δυ­σκο­λί­ες. Τόν συ­νέ­χει ὅ­μως ἡ βα­ρεί­α εὐ­θύ­νη, γι’ αὐ­τό καί δι­στά­ζει. Στό τέ­λος ὅ­μως πρυ­τα­νεύ­ει τά κα­θῆ­κον.

Στίς ἀρ­χές τοῦ 379 φθά­νει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Δέν ἐν­τυ­πω­σιά­ζει μέ τήν ἐμ­φά­νι­σή του. Τά τρί­χι­να φτω­χι­κά ροῦ­χα του, τό γη­ρα­σμέ­νο ἀ­πό τόν πό­νο καί τόν κό­πο σῶ­μα του, ἀλ­λά καί ἡ Καπ­πα­δο­κι­κή προ­φο­ρά του, κά­νουν τούς Ἀ­ρεια­νούς νά χα­μο­γε­λοῦν εἰ­ρω­νι­κά. Τόν ἀ­πει­λοῦν μά­λι­στα, ὅ­τι θά τόν σκο­τώ­σουν. Αὐ­τός ὅ­μως ἀ­γω­νί­ζε­ται. «Ἕ­ως τοῦ θα­νά­του ἀ­γώ­νι­σαι πε­ρί τῆς ἀ­λη­θεί­ας» εἶ­ναι τό σύν­θη­μα τῶν με­γά­λων ἀν­δρῶν. Ἀρ­χί­ζει μέ πί­στη τό ἔρ­γο του καί εἶ­ναι βέ­βαι­ος, ὅ­τι «Κύ­ριος ὁ Θε­ός πο­λε­μή­σει ὑ­πέρ αὐ­τοῦ» (Σόφ. Σείρ. δ 28).

Ποῦ ὅ­μως θά ἐγ­κα­τα­στή­σει τό κέν­τρο του; Ὅ­λοι οἱ να­οί εἶ­ναι κα­τει­λημ­μέ­νοι ἀ­πό τούς αἱ­ρε­τι­κούς. Μό­νο ἕ­νας μι­κρός, τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας, πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος ἀ­πό τούς ἀ­ρεια­νούς, μέ­νει γιά τούς Ὀρ­θο­δό­ξους. Σ’ αὐ­τόν ἐγ­κα­θί­στα­ται ὁ φλο­γε­ρός Ἱ­ε­ράρ­χης. Δέν δει­λιά­ζει ὅ­μως. «Ἔ­χου­σιν οὗ­τοι τούς οἴ­κους (τούς να­ούς), ἡ­μεῖς τόν ἔ­νοι­κον· οὗ­τοι θρά­σος, πί­στη ἡ­μεῖς... Οὗ­τοι χρυ­σόν καί ἀρ­γυ­ρόν, ἡ­μεῖς λό­γον κε­κα­θαρ­μέ­νον», βρον­το­φω­νά­ζει ὁ Γρη­γό­ριος. Αὐ­τόν τόν ἀ­πέ­ριτ­το να­ό κα­τα­κλύ­ζουν δι­ψα­σμέ­νοι γιά τήν ἀ­λή­θεια οἱ πι­στοί. Γι­γάν­τι­ες θε­ο­λο­γι­κές μά­χες δί­νον­ται ἀ­πό τόν ἄμ­βω­να τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας. Ἀ­π’ αὐ­τόν ἐκ­φω­νοῦν­ται τήν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή καί οἱ πέν­τε πε­ρί­φη­μοι θε­ο­λο­γι­κοί λό­γοι τοῦ με­γά­λου πατρός, οἱ ὁ­ποῖ­οι καί ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τόν Γρη­γό­ριο μέ­γα μύ­στη τῆς θε­ο­λο­γί­ας. Φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ σα­θρό­τη­τα τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Ἡ πλά­νη στα­δια­κά δι­α­λύ­ε­ται. Στη­ρί­ζον­ται καί ἀναπτερώνον­ται οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι. Φω­τί­ζον­ται οἱ κα­λο­προ­αί­ρε­τοι. Λάμ­πει καί κυ­ρια­ρχεῖ ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α!

Οἱ αἱ­ρε­τι­κοί κα­ται­σχύ­νον­ται, ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί ἀ­πο­θρα­σύ­νον­ται. Χω­ρίς δι­σταγ­μό σπεύ­δουν νά ἐκ­δι­κη­θοῦν τόν μα­χη­τή Ἱ­ε­ράρ­χη. Ζη­τοῦν νά ἀ­φα­νί­σουν αὐ­τόν καί τούς Ὀρθοδό­ξους. Τή νύ­χτα τοῦ Με­γά­λου Σαβ­βά­του, ὅ­ταν ὁ Γρη­γό­ριος βα­πτί­ζει τούς νε­ο­φώ­τι­στους ἀ­νά­με­σα σέ πλή­θη Ὀρ­θο­δό­ξων πού πα­νη­γυ­ρί­ζουν τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, πλῆθος ὁ­πλι­σμέ­νων αἱ­ρε­τι­κῶν ὁρ­μοῦν στόν φω­τό­λου­στο να­ό. Φω­νά­ζουν, βρί­ζουν, κτυ­ποῦν, λι­θο­βο­λοῦν, πλη­γώ­νουν τούς Ὀρ­θο­δό­ξους. Χύ­νε­ται αἷ­μα, τραυ­μα­τί­ζον­ται πολ­λοί κι αὐ­τός ὁ ἅ­γιος Ἱ­ε­ράρ­χης. Μέ­σα σέ ὅ­λα αὐ­τά ὅ­μως ὁ Γρη­γό­ριος μέ­νει ἥ­συ­χος καί ἀ­τά­ρα­χος. «Δει­νά τά γε­γε­νη­μέ­να, γρά­φει, καί πέ­ραν δει­νῶν τίς ἀν­τε­ρεῖ; ὑ­βρι­σθῆ­ναι θυσιαστήρια, συγ­χυ­θῆ­ναι μυ­στή­ρια, μέ­σους ἡ­μᾶς ἐ­στά­ναι τῶν τε­λου­μέ­νων καί τῶν λι­θα­ζόν­των καί φάρ­μα­κα ποι­εῖ­σθαι κα­τά τῶν λι­θα­σμῶν τάς  ἐν­τεύ­ξεις».

Ὁ Γρη­γό­ριος συ­νε­χί­ζει. Μά­χε­ται. Ἀ­πτό­η­τος καί ἡ νί­κη ἔ­φθα­σε. Τήν ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός, ὅ­σο κι ἄν οἱ αἱ­ρε­τι­κοί μαί­νον­ταν. Δι­ό­τι ἡ ἀ­λή­θεια δέν μπο­ρεῖ γιά πο­λύ νά ἀ­δι­κεῖ­ται, ὅ­σο μεγάλοι καί πολ­λοί κι ἄν εἶ­ναι οἱ πο­λέ­μιοί της! Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Θε­ο­δό­σιος, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως ὑ­πέ­γρα­ψε στή Θεσ­σα­λο­νί­κη τό δι­ά­ταγ­μα τῆς ἐ­πί­ση­μης ἀ­να­γνω­ρί­σε­ως τῆς Ὀρθο­δοξίας, ἔρ­χε­ται στίς 27 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 380 στή Βα­σι­λεύ­ου­σα, ἐκ­δι­ώ­κει τόν ἀ­ρεια­νό ἐ­πί­σκο­πο Δη­μό­φι­λο καί πα­ρα­δί­δει τήν ἐκ­κλη­σί­α καί τούς να­ούς στούς Ὀρ­θο­δό­ξους. Πά­τερ, λέ­ει στόν Γρη­γό­ριο, σέ σέ­να καί στούς δι­κούς σου κό­πους καί ἱ­δρῶ­τες δι’ ἐ­μοῦ τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος πα­ρα­δί­δει ὁ Θε­ός τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἰ­δού σοῦ πα­ρα­δί­δω τόν ἱ­ε­ρό να­ό καί τόν ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό πα­ρα­δό­θη­κε στόν Γρη­γό­ριο ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως.

Χαί­ρε­ται καί πα­νη­γυ­ρί­ζει τή νί­κη τῆς ἀ­λη­θεί­ας ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος λα­ός τοῦ Κυ­ρί­ου. Σπεύ­δουν σέ δο­ξο­λο­γί­α καί αἶ­νο πρός τόν Θε­ό. Ὁ Γρη­γό­ριος καί ὁ Θε­ο­δό­σιος λαμ­προί στήν ἐμ­φά­νι­ση προ­πο­ρεύ­ον­ται. Χι­λιά­δες λα­οῦ πα­ρά τίς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ὁ­δη­γοῦν­ται στό Να­ό τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων ἐ­πευ­φη­μών­τας καί ψάλ­λον­τας. Κι ὅ­ταν φθά­νουν, ὁ αὐτο­κρά­τωρ ἀ­νέρ­χε­ται στό θρό­νο, ἐ­νῶ ὁ Γρη­γό­ριος προ­χω­ρεῖ στό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα, γιά νά ἀρ­χί­σει ἡ με­γά­λη λαμ­πρή Δο­ξο­λο­γί­α στόν Θε­ό. Μέ πό­ση ἀ­γαλ­λί­α­ση ὁ Γρη­γό­ριος δι­α­κηρύτ­τει τήν νί­κη τῆς πί­στε­ως. Δι­α­λύ­θη­κε, λέ­ει, ἡ ἀ­πά­τη τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Δι­α­σκορ­πί­σθη­κε σάν ὁ­μί­χλη ἀ­πό τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα καί ἔ­λαμ­ψε καί πά­λι, κα­θα­ρή καί δια­υγής ἡ ἀ­τμό­σφαιρα τῆς εἰ­ρή­νης. Τά πλή­θη τι­μοῦν καί ἐ­πευ­φη­μοῦν τόν Γρη­γό­ριο ὡς αἴ­τιο τοῦ θριά­μβου. Ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος τα­πει­νός καί με­τρι­ό­φρων δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται ἔν­το­να καί ὑ­πεν­θυ­μί­ζει στούς Ὀρ­θο­δό­ξους, ὅ­τι εἶ­ναι και­ρός δο­ξο­λο­γί­ας στόν Θε­ό.

Καί οἱ αἱ­ρε­τι­κοί; Αὐ­τοί ἀ­κο­νί­ζουν καί πά­λι τά ξί­φη τους. Μι­σοῦν καί φο­βοῦν­ται. Μι­σοῦν τόν αἴ­τιο τῆς νί­κης, τόν γί­γαν­τα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ζη­τοῦν τό θά­να­τό του. Καί συγ­χρό­νως φο­βοῦν­ται, μή­πως αὐ­τός πού βρί­σκε­ται τώ­ρα στόν θρί­αμ­βό του ζη­τή­σει ἐκ­δί­κη­ση καί ἀν­τα­πό­δο­ση. Ἀλ­λά ὁ Γρη­γό­ριος δέν εἶ­ναι μό­νο ὁ μέ­γας θε­ο­λό­γος, δέν εἶ­ναι «ἡ ἔμ­μου­σος κι­θά­ρα καί ὁ με­λίρ­ρυ­τος πο­τα­μός τῆς σο­φί­ας», εἶ­ναι συγ­χρό­νως καί ὁ ἀ­νε­ξί­κα­κος ἱ­ε­ράρ­χης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πευ­θύ­νει τώ­ρα στόν ὀρ­θό­δο­ξο λα­ό μή­νυ­μα μα­κρο­θυ­μί­ας πρός τούς αἱρετι­κούς ἐ­χθρούς τῆς ἀ­λή­θει­ας. «Και­ρός οὗ­τος, ὤ ποί­μνιον ἐ­μόν, ἐ­πι­στρέ­ψαι πε­πλα­νη­μέ­νους. Γνώ­τω­σαν δι­δα­χθέν­τες τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα· προ­σπε­σά­τω­σαν τῷ Κυ­ρί­ῳ, ἐξαγγειλάτω­σαν τήν ἀ­σέ­βειαν καί τῇ ποί­μνῃ μι­χθή­τω­σαν. Τοῦ­το ἐ­μοί ἐκ­δί­κη­σις, σω­θῆ­ναι τούς ἀ­δι­κή­σαν­τας καί ὁ­μο­λο­γῆ­σαι κα­λά εἶ­ναι, ἅ πρώ­ην ἐ­δί­ω­κον. Μα­κρο­θυ­μή­σα­τε, τέ­κνα. Ἀ­νήρ μα­κρό­θυ­μος πο­λύς ἐν φρο­νή­σει. Κα­λῶς ποι­ή­σα­τε τοῖς μι­σοῦ­σιν ἡ­μᾶς καί ἄ­φε­τε αὐ­τοῖς τε­λεί­ως τά πα­ρα­πτώ­μα­τα».

Με­γά­λο δί­δαγ­μα! Σέ και­ρό θριά­μβου, δό­ξας καί με­γα­λεί­ου, τό­τε πού μπο­ρεῖς νά ἐκ­δι­κη­θεῖς ἄ­νε­τα καί δί­και­α τούς ἐ­χθρούς σου, ἐ­σύ νά τούς συγ­χω­ρεῖς μέ με­γα­λο­καρ­δί­α. Νά ζη­τᾶς τό κα­λό τους, τόν φω­τι­σμό τους, τή σω­τη­ρί­α τους. Νά ἐρ­γά­ζε­σαι καί νά προ­σεύ­χε­σαι γί αὐ­τό. Με­γά­λη ἀ­ρε­τή με­γά­λων ἀν­δρῶν!

4. Ἀ­λη­θι­νό με­γα­λεῖ­ο.
Τά ὅ­σα ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Θε­ο­δό­σιος ἐ­πι­τέ­λε­σε γιά τήν ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­πρε­πε νά τά ἐ­πι­κυ­ρώ­σει νέ­α Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος. Γι­’­ αὐ­τό καί τό 381 ὑ­πο­γρά­φει δι­ά­ταγ­μα συγ­κλή­σε­ως Συνόδου, γιά νά δώ­σει αὐ­τή καί τό τε­λει­ω­τι­κό κτύ­πη­μα κα­τά τῶν ἐ­χθρῶν της ἀ­λη­θεί­ας, τῶν ἀ­ρεια­νῶν καί κά­θε ἄλ­λου αἱ­ρε­τι­κοῦ. 150 ἱ­ε­ράρ­χες μέ πρό­ε­δρο τόν γέ­ρον­τα Πατριάρχη Ἀν­τι­ο­χεί­ας Με­λέ­τιο συγ­κρό­τη­σαν στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τήν Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο.

Πρῶ­το σπου­δαῖ­ο θέ­μα ἦ­ταν ἡ ἐ­πί­ση­μη ἐ­κλο­γή καί ἀ­να­γνώ­ρι­ση τοῦ Πα­τριά­ρχου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Καί ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό, ἡ Σύ­νο­δος κύ­ρω­σε τήν προ­ε­δρί­α τῆς Βα­σι­λί­δος στόν Γρη­γό­ριο. Ἀ­να­γνώ­ρι­σε δη­λα­δή γιά τόν πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο τόν ἀ­κά­μα­το ἀ­γω­νι­στή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, τόν σο­φό καί ἅ­γιο Ἱ­ε­ράρ­χη, τόν Γρη­γό­ριο. Ὅ­λοι οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς τῆς Συνόδου λαμ­προ­φο­ρε­μέ­νοι, πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νοι ἀ­πό πλῆ­θος ἱ­ε­ρέ­ων καί δι­α­κό­νων καί μυ­ριά­δων λα­οῦ μέ κά­θε με­γα­λο­πρέ­πεια, μέ­σα σέ ὕ­μνους καί ἐ­πευ­φη­μί­ες ἐν­θρό­νι­σαν τόν ἄξιο Πα­τριά­ρχη! Καί ὁ Γρη­γό­ριος στρέ­φον­τας τά βλέμ­μα­τά του στόν οὐ­ρα­νό καί ἀ­τε­νί­ζον­τας τό εὔ­γνω­μο ποί­μνιό του, μέ λυγ­μούς καί δά­κρυ­α ζη­τᾶ τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ καί τίς  προ­σευ­χές τῶν πι­στῶν. Ἀ­πό τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη ὁ νέ­ος Πα­τριά­ρχης ἔ­λα­βε δε­σπό­ζου­σα θέ­ση στή Σύ­νο­δο καί μέ ἐ­νερ­γό καί ἔν­το­νη συμ­με­το­χή ὀρ­θο­τό­μη­σε τόν λό­γο τῆς ἀληθείας.

Ἀλ­λά, ἐ­νῶ δι­αρ­κοῦ­σε ἀ­κό­μη ἡ Σύ­νο­δος, ὁ γέ­ρον­τας πρό­­ε­δρος Πα­τριά­ρχης Με­λέ­τιος πέ­θα­νε. Ποι­ός θά τόν ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τώ­ρα στήν προ­ε­δρί­α; Ποι­ός ἄλ­λος πα­ρά ὁ Γρηγόριος, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί ἀ­μέ­σως ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­πό τή Σύ­νο­δο πρό­ε­δρός της. Μέ τή σο­φί­α του, τό ὀρ­θό­δο­ξο φρό­νη­μα, τόν ἔν­θε­ο ζῆ­λο του θά κα­τεύ­θυ­νε θε­ο­φι­λῶς τίς  ὑπόλοιπες συ­νε­δρί­ες. Τά πράγ­μα­τα ὅ­μως γρή­γο­ρα πῆ­ραν ἄλ­λη τρο­πή. Δι­ό­τι ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἀ­να­δεί­χθη­κε ὁ Γρη­γό­ριος πρό­ε­δρος τῆς Συ­νό­δου, ἀρ­χί­ζει ἡ ζη­λο­τυ­πί­α καί ὁ φθό­νος ὁ­ρι­σμέ­νων ἐ­πι­σκό­πων. Ἐ­ξάλ­λου οἱ ἐ­πί­σκο­ποι, οἱ ὁ­ποῖ­οι τό­τε μό­λις ἔ­φθα­σαν ἀ­πό τή Μα­κε­δο­νί­α καί τήν Αἴ­γυ­πτο δι­α­βάλ­λουν τόν Γρη­γό­ριο. Θε­ω­ροῦν ἀν­τι­κα­νο­νι­κή τήν ἐ­κλο­γή του ὡς Πα­τριά­ρχου καί ὑ­πο­νο­μεύ­ουν τό κύ­ρος του. Δη­μι­ουρ­γοῦν ἐν­τυ­πώ­σεις καί σά­λο. Φυ­γα­δεύ­ε­ται πλέ­ον ἡ εἰ­ρή­νη ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ ἐρ­γα­σί­ες τῆς Συ­νό­δου εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά συ­νε­χι­σθοῦν.

Ἀλ­λά οἱ με­γά­λοι ἄν­δρες σέ τέ­τοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις γνω­ρί­ζουν νά δί­νουν τή σω­στή λύ­ση. Καί ὁ Γρη­γό­ριος μπρο­στά στήν πει­σμα­τι­κή ἀν­τί­δρα­ση παίρ­νει τήν ἡρω­ϊ­κή ἀ­πό­φα­ση. Προβαί­νει σέ μί­α με­γα­λει­ώ­δη χει­ρο­νο­μί­α, τήν ὁ­ποί­α θά θυ­μοῦν­ται οἱ ἀ­νά τούς αἰ­ῶνες με­γά­λοι καί θά πα­ρα­δειγ­μα­τί­ζον­ται. Ἀ­πο­χω­ρεῖ ὁ γί­γαν­τας, ἀ­πο­σύ­ρε­ται οἰ­κει­ο­θε­λῶς, γιά νά στα­μα­τή­σει ὁ σά­λος, νά γα­λη­νεύ­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἄν­δρες συμ­ποι­μέ­νες μου στήν ἱ­ε­ρή ποί­μνη τοῦ Χρι­στοῦ, τούς λέ­ει, σᾶς ἱ­κε­τεύ­ω νά τα­κτο­ποι­ή­σε­τε τίς με­τα­ξύ σας δι­α­φο­ρές μέ εἰ­ρή­νη. Ἐ­άν ὅ­μως ἐ­γώ θε­ω­ροῦ­μαι ἀ­πό σᾶς αἴ­τιος τῆς δι­α­στά­σε­ως, δέν θε­ω­ρῶ τόν ἑ­αυ­τό μου πε­ρισ­σό­τε­ρο σε­βα­στό ἀ­πό τόν Ἰ­ω­νᾶ. Ρίξ­τε με λοι­πόν στή θά­λασ­σα καί θά σταματή­σει ἡ τα­ρα­χή. Κα­τε­βά­στε με ἀ­πό τό θρό­νο, ἀ­πο­μα­κρύν­τε με ἀ­πό τήν πό­λη, μό­νο τήν ἀ­λή­θεια καί τήν εἰ­ρή­νη, ὅ­πως λέ­ει ὁ Ζα­χα­ρί­ας, ἀ­γα­πῆ­στε. Χαί­ρε­τε καί ὑ­γι­αί­νε­τε, ἱεροί ποι­μέ­νες, καί νά θυ­μᾶ­σθε τούς κό­πους μου.

Μέ τούς λό­γους αὐ­τούς ἀ­πο­χω­ρεῖ ἀ­πό τή Σύ­νο­δο καί πα­ραι­τεῖ­ται ἀ­πό τόν θρό­νο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Δέν ἀ­να­κα­λεῖ τήν ἀ­πό­φα­σή του, πα­ρό­λη τήν πί­ε­ση τοῦ λα­οῦ καί τοῦ ἴ­διου τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος. Γι’ αὐ­τόν πρώ­τη θέ­ση ἔ­χει ἡ εἰ­ρή­νευ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό­ση ἦ­ταν ἡ θλί­ψη τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν, κλη­ρι­κῶν καί λαϊ­κῶν, ὥ­στε ὁ Πα­τριά­ρχης θεώρη­σε κα­θῆ­κον του προ­τοῦ ἀ­φή­σει τήν Βα­σι­λεύ­ου­σα νά μι­λή­σει πρός τούς πι­στούς. Καί ἐ­νώ­πιον κλή­ρου καί λα­οῦ ἐκ­φώ­νη­σε τόν θαυ­μά­σιο ἐ­κεῖ­νο συν­τα­κτή­ριο λό­γο. Ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ μέ συγ­κί­νη­ση τό ποί­μνιό του, τά προ­σφι­λή του πρό­σω­πα, τά ἱ­ε­ρά ἱ­δρύ­μα­τα καί φεύ­γει.

Ποῦ πη­γαί­νει; Σπεύ­δει πρῶ­τα στήν Και­σά­ρεια. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἐν­τα­φι­α­σμέ­νος ὁ πο­λύ­τι­μος, ὁ ἰ­σό­ψυ­χος φί­λος του, ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Βα­σί­λει­ος, τόν ὁ­ποῖ­ο τίς στιγ­μές αὐ­τές θυ­μᾶ­ται ζω­η­ρό­τε­ρα. Θυ­μᾶ­ται τό πα­ρελ­θόν καί συγ­κι­νεῖ­ται βα­θύ­τα­τα. Ἐ­κεῖ ἐκ­φω­νεῖ τόν λαμ­πρό ἐ­πι­τά­φιο λό­γο του πρός τόν Βα­σί­λει­ο, τόν ὁ­ποῖ­ο με­λε­τοῦν οἱ πι­στοί τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν αἰώ­νων καί θαυ­μά­ζουν τούς δυ­ό με­γά­λους ἄν­δρες.

Ἀ­πό τήν Και­σά­ρεια ἀ­πο­σύ­ρε­ται πλέ­ον στήν ἰ­δι­αί­τε­ρή του πα­τρί­δα, τήν Να­ζια­νζό. Κι ἐ­κεῖ δέν μέ­νει ἀρ­γός. Θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με, λέ­ει, τό ἀ­δύ­να­το αὐ­τό σῶ­μα, ὅ­σο ἀν­τέ­χει, καί θά συ­νε­χί­σου­με τό ἔρ­γο μας μέ σθέ­νος. Ἀ­να­λαμ­βά­νει γιά ἕ­να χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα τή δι­α­ποί­μαν­ση τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τήν ὁ­ποί­α ἐ­νο­χλοῦν οἱ Ἀ­πολ­λι­να­ρι­στές, καί συγ­χρό­νως με­λέ­τα καί γρά­φει. Γρά­φει θε­ο­λο­γι­κές καί οἰ­κο­δο­μη­τι­κές ἐ­πι­στο­λές σέ κλη­ρι­κούς καί λαϊκούς. Γρά­φει τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά ἔ­πη του γιά τήν ὠ­φέ­λεια τοῦ πιστοῦ λα­οῦ. Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­μως ὅ­τι τό τέ­λος του πλη­σιά­ζει. Προ­σεύ­χε­ται θερ­μά στόν Θε­ό, τόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πη­ρέ­τη­σε σ’ ὅ­λη του τή ζω­ή καί μέ ὅ­λες του τίς  δυ­νά­μεις. Ζη­τᾶ συγγνώμη ἀ­πό τόν Κύ­ριό του. Κοι­νω­νεῖ τῶν ἄ­χραν­των Μυ­στη­ρί­ων καί γα­λή­νιος, εἰ­ρη­νι­κός πα­ρα­δί­δει τό πνεῦ­μα του γύ­ρω στό 389 μ. Χ. Ὁ Γρη­γό­ριος Να­ζι­αν­ζη­νός ὁ Ἀρχιεπίσκο­πος Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἐ­κοι­μή­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ!

Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ἅ­γιος Ἱ­ε­ράρ­χης, ὁ κα­λός ποι­μήν, ὁ ὁ­ποῖ­ος «τήν ψυ­χήν του ἔ­θε­σεν ὑ­πέρ τῶν προ­βά­των» (Ἰ­ω­άν. ι΄ 15). Ἐ­κοι­μή­θη ὁ θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ριος μέ τήν ἄ­νω­θεν σο­φί­α, μέ τήν ὁ­ποί­α δι­έ­λυ­σε τήν πλά­νη τῆς αἱ­ρέ­σε­ως καί πα­ρέ­δω­σε στήν ἐκ­κλη­σί­α ἁ­γνή καί ἀ­νό­θευ­τη τήν ἀ­λή­θεια τῆς πί­στε­ως. Ἐ­κοι­μή­θη ὁ θερ­μουρ­γός ἱ­ε­ρο­κῆ­ρυξ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τό φῶς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας του φώ­τι­σε καί θέρ­μα­νε τόν λα­ό τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ἀ­κα­τά­βλη­τος ἀ­γω­νι­στής, πού δέν δεί­λια­σε νά καυ­τη­ριά­σει καί τόν ἴδιο τόν αὐ­το­κρά­το­ρα, ἄλ­λο­τε συμμα­θη­τή του, Ἰ­ου­λια­νό γιά τίς πλά­νες του μέ τούς στη­λι­τευ­τι­κούς λό­γους του. Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ποι­η­τής μέ τά 408 ἔ­πη του τῶν 18.000 στί­χων, μέ­σα στούς ὁ­ποί­ους ἔ­κλει­σε βα­θει­ές δογ­μα­τι­κές, ἠ­θι­κές, ἱ­στο­ρι­κές... ἀ­λή­θει­ες. Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ὑ­μνη­τής τῶν μαρ­τύ­ρων καί ἁ­γί­ων, ὅ­πως τῶν Μακ­κα­βαί­ων καί τοῦ Με­γά­λου Ἀ­θα­να­σί­ου... Αὐ­τός, ὁ Γρη­γό­ριος, γρά­φει γιά τόν στύ­λο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, τόν Ἀ­θα­νά­σιο: «Ἀ­θα­νά­σιον ἐ­παι­νῶν, ἀ­ρε­τήν ἐ­παι­νέ­σο­μαι». Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ἅ­γιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­κή­ρυ­ξε: «μνη­μο­νευ­τέ­ον τοῦ Θε­οῦ μᾶλ­λον ἤ ἀναπνευστέον». Ἐ­κοι­μή­θη, γιά νά λά­βει τόν στέ­φα­νον τῶν ἐ­κλε­κτῶν τοῦ Θε­οῦ. Κο­πί­α­σε, μό­χθη­σε γιά τήν ἀ­λή­θεια. Θά μπο­ροῦ­σε κι αὐ­τός νά ἐ­πα­να­λά­βει τά λό­για τοῦ Παύ­λου: «Τόν ἀ­γώ­να τόν κα­λόν ἠ­γώ­νι­σμαι, τόν δρό­μον τε­τέ­λε­κα, τήν πί­στιν τε­τή­ρη­κα· λοι­πόν ἀ­πό­κει­ται μοι ὁ τῆς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νος» (Β΄ Τιμ. δ΄ 78). Ὁ οὐ­ρα­νός δέ­χθη­κε τήν ἁ­γία του ψυ­χή. Ἡ γῆ κρά­τη­σε τό ἱ­ε­ρό σκή­νω­μά του. Στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Βα­το­πε­δί­ου τοῦ Ἁ­γίου Ὄ­ρους εἶ­ναι ἀ­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νη ὡς κει­μή­λιο ἱ­ε­ρό ἡ ἁ­γί­α του κά­ρα γιά νά τήν προσκυνοῦν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στοί.

Τόν ἀ­νέ­δει­ξε ὁ Θε­ός τήν ὥ­ρα πού ἔ­πρε­πε, γιά νά γί­νει στύ­λος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Νά γί­νει δι­δά­σκα­λος καί φω­το­δό­της τῶν πι­στῶν. Γιά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­πο­τε­λεῖ ὁ Γρη­γό­ριος δό­ξα καί σέ­μνω­μα καί καύ­χη­μα. Τέ­τοι­ους ὅ­μως ἀν­θρώ­πους μό­νο ὁ Θε­ός ἀ­να­δει­κνύ­ει. Αὐ­τόν ἄς ἱ­κε­τεύ­ου­με νά ἀ­να­δει­κνύ­ει Γρη­γο­ρί­ους καί στόν αἰ­ώ­να μας, τώ­ρα πού ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας μέ τίς νέ­ες τά­σεις τό­σο δο­κι­μά­ζε­ται.

Δο­κι­μά­ζε­ται, ἀλ­λά πο­τέ δέν νι­κι­έ­ται. Δι­ό­τι ἔ­χει μα­ζί της τήν ἀ­λή­θεια.

Στι­χη­ρόν τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος δ΄.

Τῇ σφεν­δό­νῃ τῶν λό­γων σου τῶν ἐν­θέ­ων, θε­ό­πνευ­στε, κρα­ται­ῶς,
πα­νέν­δο­ξε, ἐ­σφεν­δό­νη­σας, κα­θά­περ λύ­κον τόν Ἄ­ρει­ον
καί πόρ­ρω ἐ­δί­ω­ξας ἐκ τῆς ποί­μνης τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ποι­μήν ὁ πα­νά­ρε­τος,
τά σά πρό­βα­τα πε­ρι­θάλ­πων τῇ χλόῃ τῆς Τριά­δος.
Δί­α τοῦ­το σέ τι­μῶ­μεν, ποι­μήν ποι­μέ­νων, Γρη­γό­ρι­ε.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος α΄.
Ὁ ποι­με­νι­κός αὐ­λός τῆς θε­ο­λο­γί­ας σου τάς τῶν ρη­τό­ρων ἐ­νί­κη­σε σάλ­πιγ­γας
ὡς γάρ τά βά­θη τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐκ­ζη­τή­σαν­τι καί τά κάλ­λη τοῦ φθέγ­μα­τος προ­σε­τέ­θη σοι.
Ἀλ­λά πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ, πά­τερ Γρη­γό­ρι­ε, σω­θῆ­ναι τάς  ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι», Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη), Ο Σωτήρ

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

24 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016 - Κυ­ρια­κή ΙΔ΄ Λου­κᾶ (Τοῦ τυ­φλοῦ) ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ Ἀ­ριθ­μὸς 4 24 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016 Κυ­ρια­κή ΙΔ΄ Λου­κᾶ (Τοῦ τυ­φλοῦ) (Λουκ. ι­η´ 35-43) Στὸ ση­με­ρι­νό Εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὁ Χρι­στὸς βρί­σκε­ται γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ λί­γες ἡ­μέ­ρες πρὶν τὴν Σταύ­ρω­σή Του. ῾Ε­τοι­μά­ζε­ται νὰ ἀ­να­χω­ρή­σει. ῞Ε­να με­γά­λο πλῆ­θος ἀ­κο­λου­θεῖ τὸν Κύ­ριο. Μὲ με­γά­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­κού­ουν τὴ δι­δα­σκα­λί­α Του. Τὴν ὡ­ραί­α ἀ­τμό­σφαι­ρα δι­α­τα­ράσ­σουν ὅ­μως οἱ δυ­να­τὲς κραυ­γές ἑ­νὸς τυ­φλοῦ.

24 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016 - Κυ­ρια­κή ΙΔ΄ Λου­κᾶ (Τοῦ τυ­φλοῦ)

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 4
24 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
Κυ­ρια­κή ΙΔ΄ Λου­κᾶ (Τοῦ τυ­φλοῦ)
(Λουκ. ι­η´ 35-43)

Στὸ ση­με­ρι­νό Εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὁ Χρι­στὸς βρί­σκε­ται γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ λί­γες ἡ­μέ­ρες πρὶν τὴν Σταύ­ρω­σή Του. ῾Ε­τοι­μά­ζε­ται νὰ ἀ­να­χω­ρή­σει. ῞Ε­να με­γά­λο πλῆ­θος ἀ­κο­λου­θεῖ τὸν Κύ­ριο. Μὲ με­γά­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­κού­ουν τὴ δι­δα­σκα­λί­α Του. Τὴν ὡ­ραί­α ἀ­τμό­σφαι­ρα δι­α­τα­ράσ­σουν ὅ­μως οἱ δυ­να­τὲς κραυ­γές ἑ­νὸς τυ­φλοῦ.

῾Ο ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς στε­κό­ταν στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου καὶ ζη­τι­ά­νευ­ε. Ἡ σω­μα­τι­κὴ τύ­φλω­ση τὸν εἶ­χε ὁ­δη­γή­σει στὸ κοι­νω­νι­κὸ πε­ρι­θώ­ριο. Εἶ­χε πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ ὅ­τι ἐ­κεῖ­νες τὶς ἡ­μέ­ρες βρι­σκό­ταν στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, γνώ­ρι­ζε ὅ­τι εἶ­χε ἐ­πι­τε­λέ­σει πολ­λὰ θαύ­μα­τα, ἰ­δι­αι­τέ­ρως θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ἀρ­ρώ­στους. Ὁ τυ­φλὸς Βαρ­τί­μαι­ος (αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ ὄ­νο­μά του) θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι εἶ­χε μπρο­στά του τὴν μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α νὰ γι­α­τρευ­θεῖ καὶ ὅ­τι δὲν ἔ­πρε­πε νὰ τὴν ἀ­φή­σει νὰ φύ­γει ἀ­νεκ­με­τάλ­λευ­τη. Τὸ πλῆ­θος τοῦ κό­σμου, ἡ ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆς ὥ­ρας τῆς δι­δα­σκα­λί­ας, τὸ κῦ­ρος τοῦ Δι­δα­σκά­λου καὶ ἡ δι­κή του κοι­νω­νι­κὴ θέ­ση τὸν ἐμ­πό­δι­ζαν νὰ προ­σεγ­γί­σει τὸν Χρι­στό. Δὲν θὰ γι­νό­ταν ἀν­τι­λη­πτός, ἂν δὲν φώ­να­ζε μὲ δυ­να­τὲς φω­νές. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὴν μεσ­σι­α­νι­κὴ ἰ­δι­ό­τη­τα καὶ ζη­τεῖ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Χρι­στοῦ. ῾Η ἄ­με­ση καὶ ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη τῆς ὑ­γεί­ας του καὶ ἡ ἔν­το­νη ἐ­πι­θυ­μί­α του νὰ γι­α­τρευ­θεῖ τὸν σπρώ­χνουν σὲ αὐ­τὴν τὴν θερ­μὴ ἱ­κε­σί­α.

Οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­μως ποὺ προ­πο­ρεύ­ον­ταν, ποὺ βρί­σκον­ταν γύ­ρω ἀ­π’ τὸν Χρι­στὸ καὶ θαύ­μα­ζαν τὴν δι­δα­σκα­λί­α Του, ἐ­νο­χλή­θη­καν ἀ­π’ τὶς φω­νὲς τοῦ τυ­φλοῦ καὶ τὸν ἐ­πέ­πλη­ξαν μὲ αὐ­στη­ρό­τη­τα. Ἀ­παί­τη­σαν ἀ­π’ τὸν τυ­φλὸ νὰ σι­ω­πή­σει καὶ νὰ μὴ δι­α­κό­πτει μὲ τὶς φω­νές του τὴν ὡ­ραί­α δι­δα­σκα­λί­α. Ἀ­κό­μη ἕ­να ἐμ­πό­διο πα­ρεμ­βάλ­λε­ται με­τα­ξὺ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ βρί­σκε­ται σὲ ἀ­νάγ­κη καὶ τοῦ Θε­αν­θρώ­που.

Πολ­λὲς φο­ρὲς ἀρ­κε­τοὶ ἄν­θρω­ποι ἐκ­φρά­ζουν τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ γνω­ρί­σουν τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ ζή­σουν μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς ὅ­μως ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση αὐ­τὴ δὲν ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται. Δὲν κα­τορ­θώ­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι νὰ ὑ­περ­νι­κή­σουν τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς ἀμ­φι­βο­λί­ες τους. ῾Η ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν λο­γι­κὴ δὲν τοὺς ἀ­φή­νει νὰ πι­στεύ­σουν. Τὰ πά­θη καὶ οἱ πο­κί­λες ἐ­ξαρ­τή­σεις τῆς ἁ­μαρ­τί­ας τοὺς κρα­τοῦν αἰχ­μα­λώ­τους. Καὶ δυ­στυ­χῶς δὲν εἶ­ναι μό­νο ἡ πε­ριρ­ρέ­ου­σα κοι­νω­νι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα, ὁ κό­σμος ποὺ ζεῖ μα­κριὰ ἀ­π’ τὸν Θε­ό. Εἶ­ναι ἀ­να­με­νό­με­νο ὅ­τι ὅ­λοι αὐ­τοὶ θέ­λουν νὰ ἀ­πο­τρέ­ψουν τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους ἀ­π’ τὴν ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. ῾Υ­πάρ­χουν καὶ ἄν­θρω­ποι στὸν χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ποὺ δη­λώ­νουν ὅ­τι εἶ­ναι καὶ λέ­γον­ται Χρι­στια­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὅ­μως σκαν­δα­λί­ζουν μὲ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρά τους, τὴν ἀ­συ­νέ­πεια στὴ ζω­ή τους καὶ τὴν τυ­πο­λα­τρεί­α τους στὴ σχέ­ση τους μὲ τὸν Θε­ό. Ἀν­τὶ νὰ προσ-κα­λοῦν καὶ νὰ προ­σελ­κύ­ουν στὴν ζω­ὴ τῆς πί­στε­ως μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, αὐ­τοὶ ἀ­πω­θοῦν καὶ σκαν­δα­λί­ζουν.

῾Ο τυ­φλὸς ὅ­μως δὲν ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­ται καὶ δὲν ἀ­πο­θαρ­ρύ­νε­ται. Ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ φω­νά­ζει μὲ με­γα­λύ­τε­ρη ἔν­τα­ση. Ἐ­πι­μέ­νει καὶ πα­ρα­κάμ­πτει τὰ ἐμ­πό­δια. ῾Η στά­ση αὐ­τὴ μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ μὲ εἰ­λι­κρί­νεια καὶ πραγ­μα­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἀ­να­ζη­τεῖ τὸν Θε­ό, θὰ ὑ­περ­νι­κή­σει ὅ­λες τὶς δυ­σκο­λί­ες. Καὶ τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­λα εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς ἐ­πι­βρα­βεύ­ει τὴν ἐ­πι­μο­νὴ τοῦ τυ­φλοῦ καὶ ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στὶς ἱ­κε­σί­ες του.

Δι­έ­κο­ψε γιὰ λί­γο τὴν δι­δα­σκα­λί­α Του, γιὰ νὰ ἀ­πευ­θύ­νει στὸν τυ­φλὸ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση τί ἀ­κρι­βῶς θὰ πε­ρί­με­νε ἀ­π’ Αὐ­τόν. Μί­α ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ σὲ μᾶς ἴ­σως φαί­νε­ται πε­ριτ­τή, ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι φυ­σι­κὸ ἕ­νας ἄρ­ρω­στος νὰ ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὴν ὑ­γεί­α του.῾Η ἀ­πάν­τη­ση τοῦ τυ­φλοῦ ὅ­τι θέ­λει νὰ δεῖ ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ ἀ­νάγ­κη τῆς ὑ­γεί­ας τὸν ὠ­θεῖ σὲ αὐ­τὴν τὴν ἔν­το­νη ἱ­κε­σί­α. Μί­α ἀ­νάγ­κη ἄ­με­ση καὶ ἐ­πεί­γου­σα, ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­μέ­νει, ἐ­πει­δὴ ἡ ὅ­ρα­ση εἶ­ναι ἡ πιὸ ση­μαν­τι­κὴ ἀ­π’ τὶς σω­μα­τι­κὲς αἰ­σθή­σεις. Οἱ ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι ποὺ πα­ρευ­ρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ καὶ θαύ­μα­ζαν τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­χαν θε­ω­ρη­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, θρη­σκευ­τι­κὴ πε­ρι­έρ­γεια μᾶλ­λον, πα­ρὰ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­να­ζή­τη­ση.

῾Ο Χρι­στὸς ἔ­στρε­ψε τὴν προ­σο­χή Του στὸν τυ­φλό, τὸ θαῦ­μα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ἄλ­λα­ξε. Μέ­σα σὲ συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος ἐ­κτὸς ἀ­π’ τὸν τυ­φλὸ Βαρ­τί­μαι­ο βρέ­θη­καν τό­σο ὁ ἀρ­χι­τε­λώ­νης Ζακ­χαῖ­ος λί­γο πρὶν στὴν ἴ­δια πό­λη (τὴν Ἱ­ε­ρι­χώ) ὅ­σο καὶ ἡ αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα στὴν Κα­περ­να­ούμ. Σ’ αὐ­τὲς τὶς τρεῖς πε­ρι­πτώ­σεις, μέ­σα στὸ πλῆ­θος μό­νο αὐ­τοὶ οἱ συγ­κε­κρι­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι κρί­θη­καν κα­τάλ­λη­λοι νὰ λά­βουν τὴ εὐ­ερ­γε­σί­α ἀ­π’ τὸν Χρι­στό.

῾Ο Χρι­στὸς, ἀ­δελ­φοί μου, ἦλ­θε στὸν κό­σμο, γιὰ νὰ ἐγ­και­νιά­σει μί­α νέ­α ζω­ὴ γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο. Ὄ­χι γιὰ νὰ δι­α­τυ­πώ­σει ἁ­πλῶς ὡ­ραῖ­ες ἰ­δέ­ες. Καὶ ἄλ­λοι ἔ­χουν δι­α­κη­ρύ­ξει σο­φὲς σκέ­ψεις. Καὶ σή­με­ρα ἐ­μεῖς δι­α­νύ­ου­με μί­α πε­ρί­ο­δο κρί­σε­ως, ἀλ­λὰ δὲν με­τα­νο­οῦ­με. Δὲν ζη­τοῦ­με ἀ­π’ τὸν Χρι­στὸ λύ­σεις στὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο. Μό­νο ἀ­κα­τά­σχε­τες συ­ζη­τή­σεις γί­νον­ται, ἀλ­λὰ κα­νέ­να οὐ­σι­α­στι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα δὲν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται. ῾Ο τυ­φλὸς τῆς Ἱ­ε­ρι­χοῦς ἀ­ξι­ο­ποί­η­σε τὴν εὐ­και­ρί­α τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, πα­ρέ­καμ­ψε μὲ θάρ­ρος ὅ­λα τὰ ἐμ­πό­δια καὶ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ ζή­σει τὸ θαῦ­μα. Ἄς τὸν μι­μη­θοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς. Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Ἕνας ἄγγελος πέταξε! Τὸν Στέφανο, τὸν 17χρονο μαθητὴ τῆς Γ΄ Λυκείου, τὸν ἤξερε ἐδῶ καὶ χρόνια. Τὸν εἶχε στὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Καὶ τὸν θαύμαζε γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὴ λεβεντιά του. Τὸν Στέφανο τὸν ἤξερε καλὰ ἡ κ. Δημητρίου, ἡ καθηγήτρια, τὴ μητέρα του ὅμως ὄχι. Τούτη ὅμως τὴ μέρα τὴ μεγάλη – Κυριακὴ ἦταν μεσημέρι – τόλμησε νὰ τῆς τηλεφωνήσει γιὰ νὰ τὴ συλλυπηθεῖ. Αὐτὴ τὴ μεγάλη μάνα ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τέτοιο παιδί, ποὺ μόλις πρὶν ἀπὸ μία μέρα τῆς εἶχε φύγει γιὰ τὸν οὐρανό.

Ἕνας ἄγγελος πέταξε!



Τὸν Στέφανο, τὸν 17χρονο μαθητὴ τῆς Γ΄ Λυκείου, τὸν ἤξερε ἐδῶ καὶ χρόνια. Τὸν εἶχε στὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Καὶ τὸν θαύμαζε γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὴ λεβεντιά του. Τὸν Στέφανο τὸν ἤξερε καλὰ ἡ κ. Δημητρίου, ἡ καθηγήτρια, τὴ μητέρα του ὅμως ὄχι. Τούτη ὅμως τὴ μέρα τὴ μεγάλη – Κυριακὴ ἦταν μεσημέρι – τόλμησε νὰ τῆς τηλεφωνήσει γιὰ νὰ τὴ συλλυπηθεῖ. Αὐτὴ τὴ μεγάλη μάνα ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τέτοιο παιδί, ποὺ μόλις πρὶν ἀπὸ μία μέρα τῆς εἶχε φύγει γιὰ τὸν οὐρανό.

–Κυρία Σταυρίδου, ἐσεῖς;

–Ναί! Ποιὰ παρακαλῶ;

–Ἡ θεολόγος ἀπὸ τὸ Λύκειο τοῦ Στέ­φανου. Πληροφορήθηκα γιὰ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ σας καὶ τόλμησα νὰ σᾶς πάρω. Σᾶς συλλυποῦμαι. Εἴχατε ἕνα παιδὶ μὲ σπάνια ἀθωότητα καὶ ἁπλότητα. Ὁ Κύριος τὸ διάλεξε τὸ παιδί σας καὶ τὸ πῆρε κοντά Του. Δὲν θὰ ἄντεχε νὰ ζήσει ἄλλο μέσα στὴν πονηρία καὶ τὴν ἀδικία τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Εἶμαι κοντά σας αὐτὴ τὴν ὥρα τοῦ βαρύτατου πένθους σας. Ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύει τὸ παιδί σας στὴ Βασιλεία Του. Διαβιβάστε, παρακαλῶ, καὶ στὸ σύζυγό σας τὴ συμ­παράστασή μου στὸ πένθος σας.

Ἡ μητέρα ἄκουγε σιωπηλή. Καὶ λίγο μετὰ μὲ θαυμαστὴ ψυχραιμία, ποὺ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ χαρίσει αὐτὲς τὶς ὧρες, ἀπάντησε:

–Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, κυρία καθηγή­τρια. Πολὺ μὲ παρηγορεῖ τὸ τηλεφώνημά σας αὐτὴ τὴ στιγμή.

Ὁ Στέφανος μᾶς ἔφυγε. Νὰ ξέρετε ὅ­μως πὼς χθὲς τὸ Σάββατο πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ κοινώνησε. Καὶ μετά, γεμάτος θεία εὐφροσύνη, εἶπε στὸν π. Κύριλλο μέσα στὸ Ἱερό: «Πάτερ μου, πόσο θὰ ἤθελα νὰ εἶχα ἕνα ντιβανάκι, νὰ ἔμενα πάντοτε ἐδῶ μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία! Πόσο μὲ γαληνεύει καὶ μὲ ξεκουράζει αὐτὴ ἡ ἀτμόσφαιρα! Τὸ ξέρω, εἶναι ὑπερβολικὸ αὐτὸ ποὺ ζητάω. Ὅμως ἀφῆστε με νὰ προσευχηθῶ ἐδῶ μέσα, τὸ θέλω πολύ. Ἔχω τὴν ἄδειά σας;». «Ναί, Στέφανέ μου», τοῦ εἶπε ὁ ἱερέας, «ἐκφράσου ἐλεύθερα στὸ Θεό». Καὶ ὁ Στέφανος γονάτισε ἐκεῖ δίπλα στὴν πολυθρόνα τοῦ ἱεροῦ καὶ προσευχόταν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Γιὰ νὰ μὴν αἰσθάνεται ἄσχημα μόνος του τὴν ὥρα ἐκείνη, γονάτισε διακριτικὰ κοντά του καὶ ὁ ἱερέας καὶ προσευχόταν καὶ αὐτὸς ἐκεῖ. Τί ἔλεγαν στὸ Χριστὸ δὲν ξέρω. Πάντως γύρισε στὸ σπίτι εἰρηνικὸς καὶ χαρούμενος. Καὶ τὸ ἀπόγευμα αἰσθάνθηκε ἕναν πόνο στὴν καρδιά. Καὶ μᾶς ἔφυγε ξαφνικά, πρὶν προλάβουμε νὰ τὸν σώσουμε...
Ἄκουγε σιωπηλὴ ἡ καθηγήτρια. Εἶχε πνίξει τὴ συγκίνησή της. Ἀπολάμβανε τὶς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς ἑνὸς μεγά­λου παιδιοῦ. Ζήλευε μιὰ τόσο ἕτοιμη ἀναχώρηση γιὰ τὸν οὐρανό.

Ἀκολούθησαν λίγα δευτερόλεπτα σιω­πῆς. Ἡ κ. Δημητρίου δὲν πρόλαβε νὰ πεῖ κάτι, καὶ ἡ φωνὴ τῆς μητέρας συνέχισε νὰ λέει τὰ κρυφὰ μυστικὰ τοῦ παιδιοῦ της:
   –Ξέρετε... Νὰ σᾶς πῶ καὶ τὸ ἄλλο. Πρὶν ἀπὸ τρεῖς μέρες τὸ παιδί μου μοῦ εἶπε: «Μανούλα, πόσο θά ’θελα νὰ ἀγκαλιάσω τὸν Θεὸ σφικτά, πολὺ σφικτά, γιὰ νὰ αἰ­σθανθῶ δυνατὰ τὴ στοργή Του καὶ νὰ Τοῦ δώσω ὅλη τὴν ἀγάπη μου!». «Παιδί μου», τοῦ ἀπάντησα, «ὁ Θεὸς δὲν πιάνεται. Εἶναι ἄϋλος. Τὸν Θεὸ Τὸν νιώθουμε καὶ Τὸν πιάνουμε μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλ­πίδα, μὲ τὴν καλοσύνη στοὺς γύρω μας ἀν­θρώπους καὶ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη ποὺ προσφέρουμε πρὸς ὅλους...». Τὸν ἑτοίμαζε ὁ Θεὸς τὸν Στέφανο νὰ τὸν πάρει κοντά Του. Δὲν ἄντεχε ἄλλο, φαίνεται, νὰ μένει στὴ γῆ αὐτὴ τῶν πειρασμῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας.
   –Δοξάστε τὸν Θεό, κυρία Ἄννα, γιατὶ σᾶς χάρισε ἕνα τέτοιο παιδί. Σπάνιο παιδί, ἄγγελο ἐπίγειο, ποὺ δὲν τὸν ἄγγιζε ἡ κακία τοῦ κόσμου. Βλέμμα, χαμόγελο, κου­βέντα, ὅλα του ἦταν συνειδητὰ ἀθῶα.

–Ἔτσι ἦταν, ὅπως τὰ λέτε. Θέλω ὅμως καὶ κάτι ἄλλο νὰ μοιραστῶ μαζί σας, καὶ συχωρέστε με γιὰ τὰ πολλά μου λόγια ποὺ λόγῳ τῆς ἐντάσεως ἔχω.
Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ μοῦ ἔλεγε τὸ παιδί μου: «Μάνα, θαρρῶ πὼς τὸ σπίτι μας δὲν ἔχει ταβάνι. Ὅταν σηκώνω τὰ μάτια μου πάνω, βλέπω ἐκεῖ τὸν Κύριο μὲ τὰ δυό Του χέρια ἁπλωμένα ποὺ μᾶς εὐλογεῖ. Δὲν βλέπεις τὸν τελευταῖο καιρὸ πόσες εὐλογίες μᾶς δίνει στὸ σπίτι μας; Συνέχεια μᾶς εὐλογεῖ καὶ μᾶς δίνει ἀκατάπαυστα πολλὰ δῶρα, πολλὲς εὐλογίες.

–Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, κυρία Ἄννα, γιὰ ὅσα πολλὰ καὶ διδακτικὰ μοῦ εἴπατε, ἢ μᾶλλον μοῦ ἐμπιστευτήκατε. Ἀσφαλῶς θὰ ἔχετε καὶ ἄλλα τέτοια, ποὺ παρακαλῶ, κάποτε ἀπὸ κοντὰ νὰ μοῦ πεῖτε γιὰ νὰ διδαχθῶ καὶ νὰ τὰ πῶ καὶ σὲ ἄλλους.

–Εὐχαρίστως· ἀργότερα ὅμως, ἀφοῦ ἠ­ρεμήσουμε. Πάντως πολὺ σᾶς εὐχαρι­στῶ γιὰ τὴν ἀγάπη σας καὶ τὴ συμπαράστασή σας αὐτὲς τὶς ὧρες.

Μόλις ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο, ἡ κυρία Ἄννα θυμήθηκε καὶ κάποιον ἄλλον λόγο τοῦ Στέφανου. Σὲ ἡλικία μόλις πέντε ἐτῶν, σὲ κηδεία γνωστοῦ τους μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀκούγοντας τὰ κλάματα τῶν ἀνθρώπων, εἶπε δυνατά: «Μαμά, γιατί κλαῖνε ὅλοι αὐτοί, ἀφοῦ θ’ ἀναστηθοῦμε μιὰ μέρα;». Καὶ ἀμέσως σταμάτησαν οἱ ἄνθρωποι νὰ κλαῖνε. Καὶ ὁ π. Κύριλλος τῆς εἶπε: «Κυρία Ἄννα, σήμερα τὸ παιδί σας θεολόγησε».

Ἡ κηδεία τοῦ Στέφανου ἔγινε μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα βαθιᾶς σιγῆς. Στὰ μάτια τὰ βουρκωμένα τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα, ποὺ στέκονταν ὄρθιοι δίπλα στὸ φέρετρο, μποροῦσες νὰ διακρίνεις τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, πὼς ὁ Στέφανος δὲν χάθηκε, δὲν πέθανε, ἀλλὰ ζεῖ πνευματικὰ στὴν αἰώ­νια ζωή, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πα­τέρα, ποὺ ποθοῦσε κάποτε νὰ βρεθεῖ. Οἱ λόγοι ποὺ ἀκούστηκαν ἦ­ταν μικροὶ γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀθώου παιδιοῦ ποὺ σὰν ἄγγελος ζοῦσε πάνω στὴ γῆ. Οἱ συμμαθητές του καὶ οἱ φίλοι του ποὺ κύκλωναν τὴ σορό του, κοιτοῦσαν ἐκ­στατικὰ τὸ φωτεινὸ πρόσωπό του. Καὶ ἀντλοῦσαν ἀπὸ τὴν ἀνταύγεια τῆς ἠρεμίας του δύναμη καὶ παράδειγμα γιὰ ἁ­γία ζωή. Μετὰ τὴν ταφὴ ἔφευγαν ὅλοι βαθιὰ συλλογισμένοι, καὶ ἕνας ἡλικιωμένος καθηγητὴς ψιθύριζε: Κάμε, Χριστέ, τὸ θαῦμα Σου νὰ ζωντανέψεις τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης Σου στὰ παιδιὰ τῆς ἐποχῆς μας, μὲ τὶς προσευχὲς αὐτοῦ τοῦ ἀγγέλου ποὺ πέταξε κοντά Σου.


Πηγή: Ο Σωτήρ

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Ευχή ζ΄ του Όρθρου

Ευχή ζ΄ του Όρθρου


Ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο εξαναστήσας ημάς εκ των κοιτών ημών και επισυναγαγών επί την ώραν της προσευχής, δος ημίν χάριν εν ανοίξει του στόματος ημών και πρόσδεξαι ημών την κατά δύναμιν ευχαριστίαν και δίδαξον ημάς τα δικαιώματα σου, ότι προσεύξασθαι καθ' ο δει ουκ οίδαμεν, εάν μη συ, Κύριε, τω Πνεύματί σου τω άγίω οδήγησης ημάς. Διό δεόμεθά σου, ει τι ημάρτομεν μέχρι της παρούσης ώρας, άνες, άφες, συγχώρησον. Εάν γαρ ανομίας παρατήρησης, Κύριε, Κύριε, τίς υποστήσεται; Ότι παρά σοι η απολύτρωσις. Συ μόνος άγιος, βοηθός, κραταιός, υπερασπιστής της ζωής ημών, και εν σοι η ύμνησις ημών διά παντός. Είη το κράτος της βασιλείας σου ευλογημένον και δεδοξασμένον, του Πατρός και τουΥιού και του αγίου Πνέυματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Από το ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙΟΝ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΝ
Του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας» ΠΗΓΗ :www.agiosdimitrioskouvaras.blogspot.com