Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Μάνα μου Παναγία, σου μιλώ σαν μάνα…

Μάνα μου Παναγία, σου μιλώ σαν μάνα…
λίγες σκέψεις και λίγα άτεχνα λόγια, ως έκφραση της ευγνωμοσύνης μου για την βοήθεια της Παναγίας μας στον αγώνα της μητρότητας.

Μάνα Παναγία, σε Εσένα προστρέχουμε, γιατί μας νιώθεις σαν μάνα…

Σε Εσένα, γλυκιά Παναγία, προστρέχει ο πιστός λαός Σου ολοχρονίς και περισσότερο αυτές τις μέρες του ευλογημένου μήνα Σου. Και απολαμβάνει τις ευλογίες που σκορπάς απλόχερα, «προς το συμφέρον της αιτήσεως».

Οι μάνες , όμως, θαρρώ πως σε νιώθουμε πιο κοντά μας. Γιατί και εσύ έγινες μητέρα και απευθυνόμαστε στη Χάρη Σου και τολμάμε να σου μιλήσουμε, ως μάνα σε μάνα…

Σε Εσένα προστρέχουμε, Παναγία Μητέρα, από την πρώτη εκείνη στιγμή που νιώθουμε
να κυοφορούμε στα σπλάγχνα μας μια νέα ζωή: «Με το καλό να γεννηθεί, Παναγία μου!

Χάρισέ το μου γερό και ευλογημένο!», δεόμαστε με ιδιαίτερη θέρμη μπροστά στην Πάναγνη μορφή Σου.

Με την έγνοια της ζωούλας που κουβαλάμε μέσα μας, άλλες με δυσκολίες και καρδιοχτύπια και άλλες πιο ομαλά, φτάνουμε μέχρι την ευλογημένη ώρα του τοκετού. Και όπως όλοι μας εύχονται: «Καλή λευτεριά!», αυτό επιθυμούμε και εμείς και ζητούμε από Εσένα, Ελευθερώτρια Παναγιά.

Μέχρι πριν λίγα χρόνια, με την ελλειπή ιατρική περίθαλψη των παλαιοτέρων εποχών, η επίτοκος ήταν “με το ένα πόδι μέσα στον τάφο” και μαζί της κινδύνευε και η αγέννητη ζωούλα. Αλλά και σήμερα, παρ΄ όλες τις φροντίδες που απολαμβάνουμε στη γέννα, η αγωνία για αίσια έκβαση φουντώνει μέσα μας… και την καταθέτουμε στα πόδια Σου για να μας «ελευθερώσεις με το καλό» και «με έναν πόνο» να γεννήσουμε , γιατί δειλιάζουμε μπροστά στις ωδίνες…. Μας νιώθεις, Μάνα μας, αν και Εσύ χωρίς πόνους, «ανωδύνως και αλοχεύτως» γέννησες τον Μονογενή Υιό Σου.

Και όταν- τι χαρά, τι αγαλλίαση- έρθει στο φως το νεογέννητο πλασματάκι μας, και όταν αρχίσουν οι ατέλειωτες φροντίδες , οι ευθύνες και τα βάρη μιας ζωούλας που κρέμεται κυριολεκτικά από τα άπειρα χέρια μας, όταν πελαγώνουμε με την ανατροφή και τον θηλασμό του μωρού μας… πάλι σε Εσένα καταφεύγουμε, Παναγία Γαλακτοτροφούσα, Γαλακτινή, Γλυκογαλούσα. Γιατί και Εσύ θήλασες τον Υιό Σου, για τρία χρόνια, σύμφωνα με την παράδοση και τις συνήθειες εκείνης της εποχής.

Κάποτε δεν υπήρχαν βρεφικά γάλατα και η επιβίωση του βρέφους εξαρτώνταν από το γάλα της μάνας. Και σήμερα όμως έχουμε ανάγκη την βοήθειά Σου, Παναγία μας, γιατί ξεμάθαμε στον κόπο και τα θέλουμε όλα ξεκούραστα, προγραμματισμένα με το ρολόι , σύμφωνα με τα δικά μας «θέλω» …και οι ανάγκες του βρέφους μας πολλές φορές φαντάζουν δυσβάστακτες για τα χέρια μας…

Δώσε μας Εσύ, Παναγία Γαλακτοτροφούσα, την φώτιση, την καθοδήγηση, την χαρούμενη διάθεση, να μεγαλώνουμε τα μωρά μας με το γάλα μας και να τους προσφέρουμε απλόχερα την ζεστή αγκαλιά μας και την στοργή που έχει ανάγκη η ψυχούλα τους περισσότερο και από την τροφή που ζητάει το σώμα τους, για να αναπτυχθεί…

Μεγαλώνουν και ξεπετάγονται τα μωρά μας… άλλοτε με γέλιο και με χαρούμενες φωνούλες, άλλοτε με κλάματα , με δυσκολίες, με ατέλειωτα ξενύχτια, με απρόσμενες αρρώστιες, με ξαφνικούς πυρετούς, με μικροατυχήματα και με αγωνίες. Και πάλι στην Χάρη Σου προστρέχουμε, Εσύ είσαι η πρώτη μας καταφυγή.

Μεγαλώνουν τα βλαστάρια μας με φροντίδα και αγώνα, όχι μόνο για να αναπτυχθούν κατά “ηλικία” αλλά και για να γεμίσει η ψυχούλα τους με αγάπη για τον Υιό και Θεό Σου και για Εσένα, Παναγία μας. Πού αλλού θα βρουν πιο “ασφαλή λιμένα” τις τρικυμίες της ζωής που ξανοίγεται μπροστά τους;…

Και όταν πια αρχίζουν να φεύγουν από το ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού, όταν αρχίσουν αν πηγαίνουν στο σχολείο και να λείπουν ώρες από την δική μας φροντίδα και επίβλεψη… πού αλλού να τα εμπιστευτούμε παρά στην δική Σου άγρυπνη ματιά , στην δική Σου στοργική Σκέπη;…

Περνούν τα χρόνια… και αρχίζουν οι προκλήσεις της εφηβείας και της ενηλικίωσης’ εκεί που φαίνεται τι χτίσαμε τόσα χρόνια στην ψυχή τους. Μας τρομάζουν οι αντιδράσεις τους, ανησυχούμε υπερβολικά για την πορεία της ζωής τους. Για πόσο όμως ακόμα μπορούμε να τα συμβουλεύουμε και να τα καθοδηγούμε;…”Πες τα στην Παναγία και εκείνη θα μιλήσει με μυστικό τρόπο στην ψυχή των παιδιών”, έλεγε ένας αγιασμένος Γέροντας.

Περνούν τα χρόνια… και τα μικρά που κάποτε κρατούσαμε στην αγκαλιά μας και στηρίζαμε στα πρώτα τους βήματα, ξανοίγονται μόνα τους στο πέλαγος της ζωής. Οι ευχές και οι προσευχές μας τα συνοδεύουν και έχουμε την βεβαιότητα, Μάνα μας Παναγία, ότι οι μητρικές σου φροντίδες που όλα αυτά τα χρόνια επικαλούμασταν, θα συνεχίσουν απλόχερα να παρέχονται από Εσένα… και η αγάπη τους για το λατρευτό Σου πρόσωπο να είναι το στήριγμα και η καταφυγή τους, ο οδοδείκτης για την ‘Όντως Ζωή.

Πώς να σε ευχαριστήσουμε, Παναγία μας;… τα λόγια είναι φτωχά για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη μας, η καρδιά μας σου στέλνει το πιο μεγάλο «ευχαριστώ» για όλα!

Πηγή: Διακόνημα

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

29 Μαρτίου 2015 - Κυριακή Ε' Νηστειῶν
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 13
Κυ­ρια­κὴ Ε΄ Νη­στει­ῶν
29 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. θ΄ 11 – 14)

«Τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ… κα­θα­ρι­εῖ τὴν συ­νε­ί­δη­σιν ὑ­μῶν ἀ­πὸ νε­κρῶν ἔρ­γων εἰς τὸ λα­τρε­ύ­ειν Θε­ῷ ζῶν­τι» (Ἑ­βρ. θ΄, 11-14)

Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­δελ­φοί μου εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α. Ὅ­πως ὅ­ταν κά­ποι­ος δέν κοι­νω­νεῖ, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Χρι­στια­νός, ἔ­τσι καί ἄν δέν δι­α­βά­ζει ἤ δέν ἀ­κού­ει τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Η Αρχιστράτηγός μας!

Η Παναγία έκανε το θαύμα της...

«Χαίρε, δι’ ής εγείρονται τρόπαια
Χαίρε, δι’ ής εχθροί καταπίπτουσιν»

626 μ. Χ. Η Κωνσταντινούπολις, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εδοκιμάζετο σκληρώς. Ο Ηράκλειος, ο γενναιότατος αυτοκράτορ, απουσίαζε. Με όλον τον στρατόν του ευρίσκετο προς τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, αγωνιζόμενος να συντρίψει τον Χοσρόην, τον αγέροχον εκείνον βασιλέα της Περσίας, τον διάδοχον του Ξέρξου κατά το μίσος προς τον Ελληνισμόν, όστις εκαυχάτο ότι δεν θα καταθέσει τα όπλα παρά μόνον όταν και ο τελευταίος Χριστιανός αρνηθή τον εσταυρωμένον. Αλλ’ ενώ ο στρατός εμάχετο και συνέτριβε την αντίχριστον δύναμιν του Χοσρόου, Χοσρόη συμμαχή μετά των Αράβων, άλλου εχθρού του Βυζαντίου. Αι στρατιαί των προχωρούν, και ιδού η πόλις ευρίσκεται πολιορκιμένη από ξηράς και θαλάσσης. Φρουρά της πόλεως ήτο ελάχιστη. Τα τρόφημα είχον εκλείψει. Οι κάτοικοι, βλέποντες την μυρμηγκιάν των εχθρών, ήρχισαν να δειλούν. Το ηθικόν κατέπιπτεν. Εις την κρισημοτάτην εκείνην στιγμήν, καθ’ ήν εκρίνετο η τύχη όχι μόνον της πόλεως, αλλά και του πολιτισμού της ανθρωπότητος, η χριστιανική πίστις εθαυματούργησεν.

Ο πατριάρχης Σέργιος, κρατών την εικόνα της Παναγίας, προτρέπει τον λαόν εις αντίστασιν. Αναπτερώνει τα αισθήματα, εγκαρδιώνει τους ανάνδρους, εξοπλίζει ψυχικώς τον λαόν, και η φρουρά επί των τειχών της πόλεως αμύνεται. Και ενώ αι χείρες των γενναίων υπερασπιστών της πόλεως εκράτουν τα όπλα, αι καρδίαι όλων προσηύχοντο και ανέμενον την βοήθειαν της Παναγίας, την προστασίαν του Θεού.

Και η βοήθεια ήλθε, και το θαύμα έγινεν. Εις την θάλασσαν του Βοσπόρου, καθώς περιγράφουν οι ιστορικοί της εποχής, εγείρεται πρωτοφανής καταιγίς. Τεράστια κύμματα χτυπούν τον εχθρικόν στόλον, η θάλασσα ολοέν εξογκόνεται, μαίνεται, και καταπίνει κατά χιλιάδας τα πλοία των εχθρών. Η Παναγία έκανε το θαύμα της. Εβύθισε τον στόλον και ηλευθέρωσε την πόλιν. Από τότε ανεκηρύχθη η Αρχιστράτηγος και εις όλην την πόλιν ηκούετο ο θούριος «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ…».

Έκτοτε επέρασα 1.300 και πλέον έτη. Και ενώ κατά το διάστημα τούτο ο Ελληνικός λαός έμαθε και απέμαθε χιλιάδας άσματα σχετικά με διάφορα γεγονότα της κοσμικής ζωής του, εν τούτοις ο Ακάθιστος ύμνος δεν ελησμονήθη. Και εις την Πόλιν, και εις τας Αθήνας, και εις την Κύπρον, και εις το όρος Σινά, και όπου υπάρχει εκκλησία ελληνική, κάθε Παρασκευήν της Μεγάλης Τεσαρακοστής οι Χριστιανοί Έλληνες ψάλλουν τον θεσπέσιον ύμνον και εκφράζουν την βαθείαν ευγνωμοσύνην προς την Παναγίαν, την Αρχιστράτηγον του Γένους μας.

Και δόξα τω Θεώ, ζει εις την ψυχήν της Ελλάδος η πίστις αυτή. Διότι όχι μόνον τω καιρώ εκείνω, το 626, αλλά και επί των ημερών μας ο χριστιανικός λαός της Ελλάδος εθαυματούργησε με την βαθείαν πίστιν εις τον Θεόν.

Ήτο η 28η Οκτωβρίου 1940. Τότε ένας νεότερος Χοσρόης, όχι πλέον εξ Ανατολών αλλά εξ Δυσμών, ώρμα με μίσος άσπονδον κατά της Ελλάδος, με την απόφασιν να την εξαλείψη δια παντός από τον χάρτην της Ευρώπης. Αλλ’ οι Έλληνες δεν επτοήθησαν. Με την πίστιν, ότι η Παναγία είνε μαζί των και ότι θα τιμωρήσει τον ασεβή, όστις εμίανε την εορτήν της, η Ελλάς ημύνθη. Κάθε στρατιώτης είχε εις το στήθος του την εικόνα της Παναγίας. Πολλοί αξιωματικοί και στρατιώται την είδον - δεν είνε ψεύδος, είνε αλήθεια - να περιπατή επάνω εις τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και να δίδη νίκας εις τον στρατόν μας, νίκας που έκανα τον κόσμον να απορή, να θαυμάζη και να διερωτάται. Τι είνε επί τέλους αυτοί οι Έλληνες!

Είνε λοιπόν, η Παναγία η Αρχιστράτηγός μας. Δια τούτο και κατά την εθνικήν μας εορτήν της 25ης Μαρτίου ολόκληρος ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς, ως μια ανθρωποθάλασσα προσκυνητών, υπεδέχθη πανδήμως με βαθυτάτην κατάνυξιν την εικόνα της Μεγαλόχαρης της Τήνου. Και όλοι έψαλαν. «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια».

Και η Ελλάς με την πάνδημον αυτήν υποδοχήν, κατά το πρώτον αυτό έτος της απελευθερώσεώς μας από τους κατακτητάς, εκφράζει χαρακτηριστικώς την απόφασίν της, ότι η νέα ζωή του έθνους πρέπει να θεμελιωθή επάνω εις την χριστιανικήν μας πίστιν.

Ναι! Δια της πίστεως εις τον Χριστόν έζησεν η Ελλάς και εθαυματούργησεν εις το παρελθόν. Δια της πίστεως αυτής θα ζήσωμεν. Χωρίς την χριστιανικήν πίστιν θα καταπέσωμεν, έστω και εάν τα έχωμεν όλα διωργανωμένα. Χωρίς πίστιν θα ήμεθα σώμα χωρίς νεύρα, χωρίς ψυχήν. Διότι ψυχή της Ελλάδος μας πρέπη να γίνει ο Χριστός, η πίστις εις Αυτόν, η οποία πρέπει να εκδηλωθεί εις την καθημερινήν μας ζωήν. Ας ακούσωμεν όλοι τι γράφει επι του σπουδαιοτάτου τούτου ζητήματος ο εθνικός μας ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος. «Ουδέποτε έθνος ηυδαιμόνησε και εμεγαλούργησεν εν τω κόσμω τούτω άνευ ισχυρών ηθικών ελατηρίων. Εν δε των ελατήριων τούτων, και το ισχυρότατον πάντων, είνε η Θρησκεία. Όλοι οι άλλοι ηθικοί των εθνών μοχλοί, φιλοπατρία, φιλοτιμία, φιλοδοξία, παιδεία, ισονομία, και ει τις άλλος, ηνωμένοι ομού, δεν δυνηθώσι ν’ αναπληρώσωση την έλλειψιν της θρησκείας… Τα έθνη λοιπόν δεν ακμάζουσι και δεν μεγαλουργούσιν ειμή δια της Θρησκείας, ήτις στήνει τον θρόνον αυτής εν μέση κοινωνία και εν μέσοις στρατοπέδοις, ίνα διδάξη τον λαόν το «Χριστός πολιτεύεσθαι και το γενναίως θρήσκειν».

Αυτή είνε η φωνή της Ιστορίας. Θα είμεθα εγκληματικώς ανόητοι εάν την περιφρονήσωμεν, απείρως όμως ευτυχείς εάν όλοι την ακούσωμεν τώρα εις την αρχήν του νέου εθνικού μας βίου.

«ΕΣΤΙΑ» Αριθμ. φύλλ. 13
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στην Κοζάνη
ανεδημοσιεύθη εις την «Σπίθα» φ. 573/Απρ. 2000, σελ. 1
augoustinos-kantiotis.gr
armenisths.blogspot.gr

Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Τήν πάσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μέ ὑπό τήν σκέπην σου.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

22 Μαρτίου 2015 - Κυριακή Δ' Νηστειῶν
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 12
Κυ­ρια­κὴ Δ΄ Νη­στει­ῶν
22 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. στ΄ 13 – 20)

«Ἀ­δελ­φοί, τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε μεί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ» (Ἑ­βρ. στ΄, 13-20)

Γιά τόν ὅρ­κο πού ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός στόν Ἀ­βρα­άμ μᾶς μι­λά­ει ὁ στί­χος 13 τοῦ 6ου κε­φα­λαί­ου τῆς πρός Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Στόν Ἀ­βρα­άμ, ὅ­ταν εἶ­χε δώ­σει ὁ Θε­ός τίς με­γά­λες ὑ­πο­σχέ­σεις, ἐ­πει­δή δέν εἶ­χε κα­νέ­ναν με­γα­λύ­τε­ρό Του, γιά νά ὁρ­κι­σθεῖ καί νά βε­βαί­ω­σει ἔ­τσι μέ ἀ­πό­λυ­το τρό­πο τόν Ἀ­βρα­άμ ὅ­τι ἀ­σφα­λῶς θά τίς ἐκ­πλη­ρώ­σει, ὁρ­κί­στη­κε στόν ἑ­αυ­τό Του. Με­τα­ξύ τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων ἡ πιό σπου­δαί­α ἦ­ταν ὅ­τι ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ θά προ­έλ­θει ἕ­νας λα­ός πού θά αὐ­ξη­θεῖ σάν τήν ἄμ­μο τῆς θά­λασ­σας καί σάν τά ἄ­στρα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί αὐ­τή ἡ ὑ­πό­σχε­ση δό­θη­κε μέ ὅρ­κο. Ὁρ­κί­στη­κε ὁ Θε­ός, ποῦ; Στόν ἑ­αυ­τό Του.

Τό στί­χο τοῦ­το ἐ­πι­κα­λοῦν­ται ἐ­κεῖ­νοι πού ἐ­πι­μέ­νουν ὅ­τι οἱ χρι­στια­νοί πρέ­πει νά ὁρ­κί­ζον­ται. Με­τά τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα, ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἁ­πλώ­θη­κε παν­τοῦ. Ἔ­χα­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη καί τήν εἰ­λι­κρί­νεια με­τα­ξύ τους. Στήν ἀ­νάγ­κη λοι­πόν νά βρε­θεῖ κά­τι με­γά­λο πού νά δώ­σει κῦ­ρος στά λό­για τῶν ἀν­θρώ­πων, κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὁ ὅρ­κος στό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­πως το­νί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «Οἱ ἄν­θρω­ποι ὁρ­κί­ζον­ται στό Θε­ό, πού εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­π’ ὅ­λους καί τό­τε ὁ ὅρ­κος αὐ­τός θέ­τει τέ­λος σέ κά­θε ἀν­τι­λο­γί­α καί ἀμ­φι­σβή­τη­ση γι’ αὐ­τά πού λέ­γον­ται». Ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι πολ­λές φο­ρές, γιά νά σκε­πά­σουν τά λά­θη τους καί τά ψεύ­δη τους, ὁρ­κί­ζον­ται στό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ καί γί­νον­ται ἔ­τσι ἐ­πί­ορ­κοι ἤ ψεύ­δορ­κοι, ὑ­βρι­στές τοῦ Ἁ­γί­ου Θε­οῦ. Τό ἐ­ρώ­τη­μα λοι­πόν ποὺ θά ἀ­παν­τή­σου­με εἶ­ναι: Ἐ­πι­τρέ­πε­ται ὁ ὅρ­κος σύμ­φω­να μέ τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή;

Ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἐ­πέ­τρε­πε στούς Ἰ­ου­δαί­ους τόν ὅρ­κο καί ἀ­πει­λεῖ μά­λι­στα μέ θά­να­το ἐ­κεί­νους πού θά κά­νουν ψεύ­τι­κο ὅρ­κο. «Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου φο­βη­θή­σῃ… καὶ ἐ­πὶ τῷ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ ὀ­μῇ» (Δευτ. στ΄, 13), δη­λα­δή νά ἔ­χεις τόν ἅ­γιο φό­βο καί τό με­γά­λο σε­βα­σμό πρός τόν Κύ­ριο τόν Θε­ό σου καὶ στό ὄ­νο­μα Αὐ­τοῦ νά ὁρ­κί­ζε­σαι. Ὁ Θε­ός ἐ­πέ­τρε­ψε τό­τε τόν ὅρ­κο γιά παι­δα­γω­γι­κό λό­γο. Ὅ­πως ὁ δά­σκα­λος στήν πρώ­τη τά­ξη δέν δι­δά­σκει δύ­σκο­λα μα­θή­μα­τα ἀλ­λά ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τά εὔ­κο­λα καί προ­χω­ρεῖ κα­τά τά­ξη στά δυ­σκο­λό­τε­ρα, κα­τά πα­ρό­μοι­ο τρό­πο ἔ­πρα­ξε καί ὁ Θε­ός. Δέν πα­ρέ­δω­σε ἀ­μέ­σως τό νό­μο τῆς τε­λει­ό­τη­τας για­τί δέν θά τόν τη­ροῦ­σαν. Ὅ­ρι­σε νά ὁρ­κί­ζον­ται, ὄ­χι στά εἴ­δω­λα –ὅ­πως ἴ­σχυ­ε γιά τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες– ἀλ­λά στό ὄ­νο­μα τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ.

Ὁ Νό­μος λοι­πόν τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἦ­ταν ἀ­τε­λής. Γι’ αὐ­τό ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ Χρι­στός μας καί πα­ρέ­δω­σε τά ὕ­ψι­στα μα­θή­μα­τα καί συμ­πλή­ρω­σε τό Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο, νο­μο­θέ­τη­σε δι­α­φο­ρε­τι­κά καί γιά τόν ὅρ­κο. «Πάλιν ἠ­κο­ύ­σα­τε ὅ­τι ἐρ­ρέ­θη τοῖς ἀρ­χα­ί­οις, οὐκ ἐ­πι­ορ­κή­σεις, ἀ­πο­δώ­σεις δὲ τῷ Κυ­ρί­ῳ τοὺς ὅρ­κους σου. ᾿Ε­γὼ δὲ λέ­γω ὑ­μῖν μὴ ὀ­μό­σαι ὅ­λως» (Ματθ. ε΄ 33-34). Δη­λα­δή, «πά­λι ἔ­χε­τε ἀ­κού­σει ὅ­τι στούς προ­γό­νους σας, δό­θη­κε ἡ ἐν­το­λή: Δέν θά κα­τα­πα­τή­σεις τόν ὅρ­κο σου, ἀλ­λά σάν κα­θῆ­κον ἱ­ε­ρό πρός τόν Κύ­ριο θά τη­ρή­σεις τίς ὑ­πο­σχέ­σεις του, πού μέ ὅρ­κο ἀ­νέ­λα­βες. Ἐ­γώ ὅ­μως σᾶς λέ­ω νά μήν ὁρ­κι­σθεῖ­τε κα­θό­λου». Ἑ­πο­μέ­νως ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ μας, ἡ και­νούρ­για ἐν­το­λή, εἶ­ναι ὅ­τι ὁ ὅρ­κος ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἀ­πο­λύ­τως.

Ἔ­τσι ὁ Κύ­ριος καί Θε­ός μας μ’ αὐ­τή τή νέ­α ἐν­το­λή ξερ­ρί­ζω­σε τή ρί­ζα τῆς ψευ­δορ­κί­ας καί ἐ­πι­ορ­κί­ας. Δι­ό­τι αὐ­τός πού δέν ὁρ­κί­ζε­ται κα­θό­λου, εἶ­ναι ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πό τά φο­βε­ρά ἁ­μαρ­τή­μα­τα στά ὁ­ποῖ­α πέ­φτουν ἐ­κεῖ­νοι πού ὁρ­κί­ζον­ται. Σύμ­φω­νη φυ­σι­κά μέ τό λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου μας εἶ­ναι καί ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πά­τε­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πού κη­ρύτ­τουν ὅ­τι ὅ­ποι­ος ὁρ­κί­ζε­ται ἔ­στω καί ἀ­λη­θι­νά, πα­ρα­βαί­νει νό­μο τοῦ Θε­οῦ, ἁ­μαρ­τά­νει.

Αὐ­τό ση­μαί­νει τό «μὴ ὀ­μό­σαι ὅ­λως». Καί προ­χω­ρεῖ λί­γο πα­ρα­πέ­ρα: «Ἔ­στω δέ ὁ λό­γος ὑ­μῶν ναί ναί, οὐ οὔ. Τό δέ πε­ρισ­σόν τού­των ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ ἐ­στιν». Ὁ λό­γος σας νά εἶ­ναι ναί, ὄ­χι, καί αὐ­τό τό ναί ἤ τό ὄ­χι νά ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στήν ἀ­λή­θεια. Μά ὁ ἄλ­λος ἀμ­φι­βάλ­λει. Δι­κό του τό πρό­βλη­μα. Ἐ­μεῖς δέν θά κα­τα­φύ­γου­με στόν ὅρ­κο. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ χρι­στι­α­νι­κή το­πο­θέ­τη­ση. Αὐ­τό γιά τίς ἰ­δι­ω­τι­κές ὑ­πο­θέ­σεις. Ἀλ­λά ὅ­ταν τό κρά­τος μέ κα­λεῖ στό δι­κα­στή­ριο ὡς μάρ­τυ­ρα καί δι­α­τά­ζει νά ὁρ­κι­στῶ;

Εἶ­ναι μί­α ἐ­ρώ­τη­ση πού κα­τά και­ρούς ἀ­πα­σχο­λεῖ πολ­λούς χρι­στια­νούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἄ­θε­λά τους πολ­λές φο­ρές ἐμ­πλέ­κον­ται σέ δι­κα­στι­κές ὑ­πο­θέ­σεις. Τί πρέ­πει νά κά­νω; Ἐ­άν δέν ὁρ­κι­στῶ, θά ὑ­πο­στῶ τίς συ­νέ­πει­ες τοῦ νό­μου, θά μοῦ ἀ­παγ­γελ­θεῖ κα­τη­γο­ρί­α, θά τι­μω­ρη­θῶ. Ἀ­παν­τοῦ­με. Ἄν εἶ­σαι ὀ­λι­γό­πι­στος καί χλια­ρός χρι­στια­νός, θά φο­βη­θεῖς καί θά ὁρ­κι­στεῖς. Ἡ συ­νεί­δη­σή σου θά σέ ἐ­λέγ­χει ὅ­τι πα­ρέ­βης ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ. Ἄν εἶ­σαι πι­στός καί εὐ­σε­βής χρι­στια­νός καί ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νά ὑ­πο­στεῖς τίς συ­νέ­πει­ες τοῦ νό­μου, τό­τε στό δι­κα­στή­ριο ὕ­ψω­σε τή φω­νή σου καί πές: «Δέν ὁρ­κί­ζο­μαι γιά λό­γους συ­νει­δή­σε­ως. Εἶ­μαι Ὀρ­θό­δο­ξος Χρι­στια­νός».

Ὅ­ταν βρε­θοῦ­με, ἀ­δελ­φοί μου, ἀν­τι­μέ­τω­ποι μέ τό νό­μο τῶν ἀν­θρώ­πων καί τό νό­μο τοῦ Θε­οῦ ἄς ποῦ­με κι ἐ­μεῖς ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­παν οἱ ἀ­πό­στο­λοι στό συ­νέ­δριο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων: «πει­θαρ­χεῖν δεῖ Θε­ῷ μᾶλ­λον ἤ ἀν­θρώ­ποις», γιά νά ἔ­χου­με τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

15 Μαρτίου 2015 - Κυριακὴ Γ΄ Νηστειῶν
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 11
Κυ­ρια­κὴ Γ΄ Νη­στει­ῶν
15 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. δ΄ 14 – ε΄, 6)

«Κρα­τῶ­μεν τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας» (Ἑ­βρ. δ΄, 14)

Σή­με­ρα, ἀ­δελ­φοί μου, βρι­σκό­μα­στε στή μέ­ση τῆς Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας προ­βάλ­λει ἐ­νώ­πιόν μας τόν Τί­μιο Σταυ­ρό τοῦ Κυ­ρί­ου καί μᾶς κα­λεῖ νά Τόν προ­σκυ­νή­σου­με γιά νά λά­βου­με Χά­ρη.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Δέσποινα παντευλόγητε...

Δέσποινα παντευλόγητε, Υπέραγνε Παρθένε,
Παράδεισε πανθαύμαστε, κήπε καλλωπισμένε,
Σε δυσωπώ, Πανάχραντε, χαρίτωσον τον νουν μου,
κατεύθυνον τας σκέψεις μου, φώτισον την ψυχήν μου.
Κόρη με ποίησον αγνόν, πράον, σεμνόν, ανδρείον,
ησύχιον και κόσμιον, ευθύν, όσιον, θείον,
επιεική, μακρόθυμον, των αρετών δοχείον,
άμεμπτον, ανεπίληπτον, των αγαθών ταμείον.
Δος μοι σοφίαν, σύνεσιν και μετριοφροσύνην,

φρόνησιν και απλότητα και ταπεινοφροσύνην.
Δος μοι νηφαλιότητα, όμμα πεφωτισμένον,
διάνοιαν ολόφωτον, πνεύμα εξηγνισμένον.
Απέλασον την οίησιν, την υπερηφανίαν,
τον τύφον, την φυσίωσιν, και την αλαζονείαν,
την ύβριν, το αγέρωχον, την υψηλοφροσύνην,
γλώσσα μεγαλορρήμονα, ισχυρογνωμοσύνην.
Την αστασία την φρικτήν, την περιττολογίαν,
την πονηρία την πολλήν, και την αισχρολογίαν.
Χάρισαί μοι, Πανάχραντε, την ηθικήν ανδρείαν,
το θάρρος, την ευστάθειαν, δος μοι την καρτερίαν.
Δος μοι την αυταπάρνησιν, την αφιλαργυρίαν,
ζήλον μετ’επιγνώσεως και αμνησικακίαν.
Δος μοι ακεραιότητα, ευγένειαν καρδίας,
πνεύμα ευθές, ειρηνικόν, και πνεύμα αληθείας.
Φυγάδευσον, Πανάχραντε, τα πάθη της καρδίας,
τα πολυώνυμα, Αγνή, της ηθικής δειλίας.
Την αναδρίαν την αισχράν, το θράσος, την δειλίαν,
την ατολμίαν την δεινήν και την απελπισίαν.
Άρον μοι, Κόρη, τον θυμόν και πάσαν ραθυμίαν,
την αθυμία, την οργήν, ως και την οκνηρίαν.
Τον φθόνον, την εμπάθειαν, το μίσος, την κακίαν,
την μήνιν, την εκδίκησιν και την μνησικακίαν.
Την έριδα την ευτελή και την πολυλογίαν,
την γλωσσαλγίαν την δεινήν και την βωμολοχίαν.
Δος μοι, Παρθένε, αίσθησιν, δος μοι ευαισθησίαν.
Δος μοι συναίσθησιν πολλήν και ευσυνειδησίαν.
Δος μοι, Παρθένε, την χαράν Πνεύματος του Αγίου.
Δος μοι ειρήνην τη ψυχή, ειρήνην του Κυρίου.
Δος μοι αγάπην, έρωτα θείον, εξηγηγνισμένον,
πολύν, θερμόν και καθαρόν και εξηγιασμένον.
Δος πίστιν ζώσαν, ενεργόν, θερμήν, αγνήν, αγίαν,
ελπίδα αδιάσειστον, βεβαίαν και οσίαν.
Άρον απ’εμού, Παρθένε, τον κλοιόν της αμαρτίας,
την αμέλειαν, την μέθην, την ανελεημοσύνην,
τα κακάς επιθυμίας, την δεινήν ακολασίαν,
γέλωτας της ασελγείας και την πάσαν κακουργίαν.
Σωφροσύνην δος μοι, Κόρη, δος εγκράτειαν, νηστείαν,
προσοχήν και αγρυπνίαν και υπακοήν τελείαν.
Δος μοι προσοχήν εν πάσι και διάκρισιν οξείαν,
σιωπήν και ευκοσμίαν, και υπομονήν οσίαν.
Επιμέλειαν παράσχου, Δέσποινα, προς εργασίαν,
προς τελείωσιν και ζήλον αρετών προς γυμνασίαν.
Την ψυχήν μου, την καρδίαν και τον νουν μου, Παναγία,
τήρει εν αγιωσύνη, φύλαττε εν παρθενία.


Αρχ. Δαμασκηνός Λιονάκης

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

8 Μαρτίου 2015 - Κυριακή Β' Νηστειῶν
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 10
Κυ­ρια­κὴ Β΄ Νη­στει­ῶν
8 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. α΄ 10 – β΄, 3)

«…πῶς ἡ­μεῖ­ς ἐκ­φευ­ξό­με­θα τη­λι­καύ­της ἀ­με­λή­σαν­τες σω­τη­ρί­ας;»
(Ἑ­βρ. β΄, 3)

Ἀ­λή­θεια, ἀ­δελ­φοί μου, πῶς θά πλη­σι­ά­σου­με τή Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα καί τά Πά­θη τοῦ Κυ­ρί­ου μας, ἄν δέν προ­σέ­ξου­με τό ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας μας; Θά μι­λή­σου­με γιά ἕ­να ἁ­μάρ­τη­μα, πού ἐ­νῶ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πό τά ἑ­φτά θα­νά­σι­μα ἁ­μαρ­τή­μα­τα, δέν δί­νου­με τήν πρέ­που­σα προ­σο­χή καί ἄλ­λος πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἄλ­λος λι­γό­τε­ρο, εἴ­μα­στε ἔ­νο­χοι. Τό ἁ­μάρ­τη­μα αὐ­τό εἶ­ναι ἡ ἀ­μέ­λεια.

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μέ ἔν­το­νο τρό­πο μᾶς θέ­τει ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα: «Ἐ­άν ὁ πα­λαι­ός νό­μος, πού ἐ­λέ­χθη στόν Μω­υ­σῆ ἀ­πό τούς ἀγ­γέ­λους, ἀ­πε­δεί­χθη ἔγ­κυ­ρος καί ἰ­σχυ­ρός καί κά­θε πα­ρά­βα­ση καί πα­ρα­κο­ή ἔ­λα­βε ὡς μι­σθό της τήν δί­και­η τι­μω­ρί­α, πῶς ἐ­μεῖς θά δι­α­φύ­γου­με τὴν τι­μω­ρί­α, ἐ­άν πα­ρα­με­λή­σου­με μί­α τό­σο με­γά­λη καί ἀ­νε­κτί­μη­τη σω­τη­ρί­α;» Ἄν­θρω­ποι πού ἀ­μέ­λη­σαν τό κα­θῆ­κον τους στά χρό­νια τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης τι­μω­ρή­θη­καν μέ φο­βε­ρές τι­μω­ρί­ες, ὅ­πως ὁ κα­τα­κλυ­σμός, ἡ κα­τα­στρο­φή τῶν Σο­δό­μων, οἱ ἀρ­ρώ­στι­ες καί ἄλ­λες κα­τα­στρο­φές πού ὑ­πέ­στη­σαν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι. Ἀλ­λά πιό με­γά­λες τι­μω­ρί­ες πε­ρι­μέ­νουν ἐ­μᾶς τούς χρι­στια­νούς πού, ἐ­νῶ εἴ­δα­με καί ἀ­κού­σα­με τά πιό θαυ­μα­στά πράγ­μα­τα καί ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τίς πιό με­γά­λες εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Θε­οῦ, δεί­χνου­με ἀ­μέ­λεια στήν ἐ­κτέ­λε­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν μας κα­θη­κόν­των γιά τό ζή­τη­μα τῆς σω­τη­ρί­ας τῆς ψυ­χῆς.

Ἀλ­λά τί εἶ­ναι ἀ­μέ­λεια; Ὁ Θε­ός ἔ­δω­σε στόν ἄν­θρω­πο δι­α­νο­η­τι­κά, σω­μα­τι­κά καί πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα, τά τά­λαν­τα, ὅ­πως τά ὀ­νο­μά­ζει ὁ Χρι­στός μας σέ μί­α πα­ρα­βο­λή. Τά ἔ­δω­σε μέ τήν ἐν­το­λή νά μήν τά ἀ­φή­νει ἀ­νεκ­με­τάλ­λευ­τα, νά μήν τά θά­βει στό λάκ­κο τῆς τεμ­πε­λιᾶς, ἀλ­λά νά δου­λεύ­ει καί ἔ­τσι νά προ­ο­δεύ­ει συ­νε­χῶς.

Ἡ γῆ γιά νά θρέ­ψει τόν ἄν­θρω­πο πρέ­πει νά καλ­λι­ερ­γη­θεῖ. Νά ξερ­ρι­ζω­θοῦν τά ἀγ­κά­θια, νά κα­θα­ρι­στεῖ ἀ­πό τίς πέ­τρες, νά ὀρ­γω­θεῖ, νά δε­χθεῖ τό σπό­ρο, νά πο­τι­σθεῖ∙ ὅ­λα αὐ­τά ἀ­παι­τοῦν κό­πους. Ἡ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι πώς μέ τόν ἱ­δρώ­τα τοῦ προ­σώ­που του ὁ ἄν­θρω­πος θά τρώ­ει τό ψω­μί του. Ὁ γε­ωρ­γός λοι­πόν ἀλ­λά καί ὁ βο­σκός καί ὁ ψα­ράς κι ὁ μα­ραγ­κός, ὁ ναυ­τι­κός, ὁ δά­σκα­λος ὅ­λοι πρέ­πει νά ἀ­γα­ποῦν τήν ἐρ­γα­σί­α τους καί νά τήν ἐ­κτε­λοῦν μέ πολ­λή ἐ­πι­μέ­λεια. Εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ ὑ­πάρ­χει στά μέ­ρη ὅ­που ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἐρ­γά­ζον­ται ἀ­νά­λο­γα μέ τίς δυ­νά­μεις τους καί κα­νέ­νας δέν τεμ­πε­λιά­ζει.

Ὅ­που ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἐρ­γά­ζον­ται μέ ζῆ­λο καί ἐ­πι­μέ­λεια, ἐ­κεῖ πα­ρα­τη­ρεῖ­ται ἀ­τα­ξί­α καί σύγ­χυ­ση. Ὅ­πως ἔ­λε­γαν οἱ ἀρ­χαῖ­οι μας πρό­γο­νοι: «ἀρ­γί­α μή­τηρ πά­σης κα­κί­ας». Ἄν γιά πα­ρά­δειγ­μα ὁ μη­χα­νι­κός αὐ­το­κι­νή­των δέν εἶ­ναι ἐ­πι­με­λής στήν ἐρ­γα­σί­α του καί ἡ ἐ­λατ­τω­μα­τι­κή μη­χα­νή θά κα­τα­στρα­φεῖ καί δυ­στύ­χη­μα θά γί­νει. Ἄν ὁ φύ­λα­κας τῆς σι­δη­ρο­δρο­μι­κῆς γραμ­μῆς ἀ­με­λή­σει τό κα­θῆ­κον του, θά γί­νει αἰ­τί­α σύγ­κρου­σης τραί­νων μέ δυ­σά­ρε­στα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Πό­σα δυ­στυ­χή­μα­τα δέν ἔ­χουν συμ­βεῖ γιά ἕ­να λε­πτό ἀ­προ­σε­ξί­ας!

Ἄς προ­χω­ρή­σου­με ὅ­μως λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ὑ­πάρ­χει ἀ­μέ­λεια στά ἔρ­γα πού ἀ­φο­ροῦν τήν ὑ­λι­κή καί σω­μα­τι­κή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει καί βα­ρύ­τε­ρη πού ἀ­φο­ρᾶ κά­τι ἀ­πεί­ρως ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πό τό σῶ­μα, τήν ψυ­χή. Ἀλ­λοί­μο­νο ἄν ὅ­λη τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του ὁ ἄν­θρω­πος τήν ἐ­ξαν­τλεῖ γιά τό σῶ­μα καί ἀ­με­λεῖ τό ὕ­ψι­στο θέ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας τῆς ψυ­χῆς του, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει ἀ­νε­κτί­μη­τη ἀ­ξί­α. Καί μό­νο τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ Θε­ός κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καί ὑ­πέ­στη τήν σταύ­ρω­ση γιά νά σώ­σει τόν ἄν­θρω­πο, αὐ­τό καί μό­νο τό γε­γο­νός ἄν τό σκε­φθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος, ἀρ­κεῖ γιά νά ἀ­πο­δεί­ξει τήν ἀ­ξί­α τῆς ψυ­χῆς.

Ὁ Χρι­στός μᾶς τό­νι­σε αὐ­τή τήν ἀ­λή­θεια κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά: «Τί γάρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­άν κερ­δή­σῃ τόν κό­σμον ὅ­λον, καί ζη­μι­ω­θῇ τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ;» (Μάρκ. η, 36). Τό νά χά­σει κα­νείς τή σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς του εἶ­ναι ἡ πιό με­γά­λη συμ­φο­ρά. Τό νά σώ­σει κα­νείς τήν ψυ­χή του εἶ­ναι τό πιό με­γά­λο ἐ­πί­τευγ­μα.

Ὁ Θε­ός θέ­λει τή σω­τη­ρί­α μας. Μέ ἕ­ναν ὅ­ρο: νά προ­σφέ­ρει καί ὁ ἄν­θρω­πος τή θέ­λη­σή του. Νά πι­στέ­ψει στό Χρι­στό καί νά ἐρ­γά­ζε­ται πνευ­μα­τι­κά. Νά προ­σεύ­χε­ται, νά νη­στεύ­ει τίς μέ­ρες πού ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ὁ­ρί­ζει, νά συμ­με­τέ­χει στά Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί προ­πάν­των στή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α μέ τήν κα­τάλ­λη­λη προ­ε­τοι­μα­σί­α καί τήν ὑ­πα­κο­ή στόν Πνευ­μα­τι­κό. Μέ τήν προ­σφο­ρά ἠ­θι­κῆς καί ὑ­λι­κῆς βο­ή­θειας στό συ­νάν­θρω­πο.

Ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ἀ­δελ­φοί μου, δέν μᾶς ἀ­πει­λεῖ. Μᾶς προ­ει­δο­ποι­εῖ ὅ­μως ὅ­τι τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀ­μέ­λειας γιά τή σω­τη­ρί­α μας θά εἶ­ναι κα­τα­στρε­πτι­κά γιά τό πα­ρόν καί γιά τό αἰ­ώ­νιο μέλ­λον μας. Ἄς προ­σπα­θή­σου­με νά μοι­ά­σου­με μέ τίς φρό­νι­μες παρ­θέ­νες καί μέ ἐ­κεῖ­νον πού ἐρ­γα­ζό­με­νος τά πέν­τε τά­λαν­τα τά δι­πλα­σί­α­σε, γιά νά κλη­ρο­νο­μή­σου­με τή Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ